Το Πάσχα που λες σούβλισα κι έφαγα τουμπανιστά πολύ, είχε φτιάξει κι ο Γιωργής ο Γερμανός με τα λουκάνικα τα βρώμικα ένα πολύ τούρμπο αρνίτσι-μπίτσι! Χύσανε κι οι αλερπούδες τον φονιά τον ίδιο! Είχε έρθει κι ο Μπισμπιρίκος από την Αγλία, γέμισε και αίγλη, κι έφερε ένα μωρό μαζί! Μωρό, εννοάω το ψηλό το ξανθό, όχι κάνα πουτανόσπαρμα νιάνιαρο! Είχε ξανθό, καρχικό μαλάκι, κι ο Ζώης αναστηλώνεται με τέτοια.... Το ματάκι πλέ, σαν αερόστατο φουσκωτό! Λέω, εδώ είμαστε! Η γκόμενα καύλωνε και καρχαρία!

Τήν πιάνω, της λέω αγάπη, λέτς γκώ αντ τάνς σάμ φοκλόρ ε τσάμικο! Δεν καταλαβε η παλιογαλότσα. Ο Μπισμπιρίκος είχε πεταχτεί να δει μία πρώην, και θα την εφρόντιζα εγώ, να'ουμ. Την ελέγανε Μάριον, πολύ καυλερό όνομα, έτσι φιλάρα;

Της λέω, πάμε βόλτα προς παραλία πλευρά,να σε δείξω και στον κόσμο να πούν τί κρέας βγάζει ο Σωτήρης! Πήγαμε λοιπον κάτω, την περπατώ....της λέω, σου αρέσει η άμμος; Δεν καταλάβαινε η σκουλικαντέρα. Τα δυό στητά βυζάκια της μου έλεγαν όμως πως αν τα έγλυφα, θα έτρωγε χαρούπια από την χαρά του ο Ζώης...
Την χούφτωσα γερά, έκανε να φύγει, χλάτςςςςς της χώνω ένα σκαμπίλι! Της λεω, νέξτ σκαμπίλ γουήθ Ζώης, μη Γκρίκ λόβερ, μεντιτερενιαν σάλατ. Καύλωσε, γιατί χαμογέλασε.. Την πετώ στην άμμο, έκανα μία χαμηλή βαβούρα μην σπάσω και το κοκκαλάκι της νυχτερίδας. Της τραβώ το βυζόλασο, και οι ρώγες της με κοιτάγανε...Πώπώ τσιμπούσια που θα κάνω,να'ουμ, φώναξα ενώ ορμούσα με την αρκουδιάρικη γλώσσα μου στις πιπίλες της... Αυτή άρχισε να κάνει άχ άχ, σκάσε Βαλσάμω, της λέω, όχι τίποτε, να με τσιμπίσουν έτσι στο νησί ότι γαμάω και στην παραλία χωρίς να φορώ το ντακτιλίδι μου! Ήρθε από πάνω μου... Άρχισε να με φιλά, τα μπουζουκόχειλά της με καύλωναν.... Άρχισα να βγάζω τις ερωτικές κραυγές μου...Πωπω, λέω,ούτε ο Υπουργός Ανεργίας να'μουν να'ουμ!

Έβγαλε την φουστίτσα της, η Μυγδάλω φορούσε από μέσα την βράκα της γιαγιάς...Κάθεται πάνω στο κεφάλι μου,κι αρχίζει να μαστρωπαίζει την κλειτουρίθρα της.... Της λέω, χύσε ή κατούρα μωρή, βερέθηκα να γλύφω!!! Τον χαβιόλα της αυτή... Της πίανω το ξυρισμένο της μουνάκι, αρπάζω την κλειτουρήθρα της κι αρχίζω να τσιμπώ σαν σφίγγα! Αου, σκάσε καγκουρώ, ααααααααααααααα, χλατςςςςςςςςςς σφαλιάρα πρώτης κατηφορίας. Τσάμπα την έφαγες, της είπα. Δεν κατάλαβε. ε, την ξεκόλιασα μετά.

Την άλλη μέρα, ήρθε και με βρήκε στο μαγαζί. Της είχε γράψει ο Μπισμπιρίκος σε χαρτι παραγγελιά. Μεταξύ μας, πολύ καλός τύπος, μόνο ψαρονέφρι τρώει. Κι από κάτω μου έγραφε: ξέρω τα πάντα καριόλη μουνοπανά, έλα να την σφυρίξουμε παρέα το βράδυ.

Με ρώτησε τί λέει κατω. Ναθινγκ, ήπα, τζαστ του κίλος μπιφτεκάκι.

Και δεν ξέρω γιατι....αρπάζω λίγο κυμά, της λέω έλα να στον τυλίξω, της σηκώνω την φούστα, της λέω, μπιφτεκάκι θέλεις; και το έβαλα στην μουνοχαράδρα της...
Click here for more!