Με την συγγνώμη μου το δηλαδή που σου είπα αύριο-μεθαύριο και τελικά όχι, μην με πεις και ψεματάρη, αλλά αρρώστησα μωρέ, τι να κάνω, αφήνω ανοιχτό το μπουκάμισο να φαίνεται το γουνάκι να καυλώνει ο κόσμος, κυρίως θηλυκά άγρια που νιαουρίζουνε σαν αγριοκάτσικα, και κρύωσα...

Είχαμε μείνει το λοιπόν στο ότι η μπιμπε με είχε αναστατώσει με την προοπτική να βγάλουμε χρήμα με τον κωλοσπιρουτήρα τον αδερφό του αφεντικού της. Νοικιάζει το λοιπόν η ξαδερφω μια καμπάνα σ ένα ξενοδοχιάκι και ήθελε ιστορίες. Θα σας πω όμως άλλη φορά γιατί δεν μου άρεσε. Σήμερα, πονάει και το κεφάλι μου, αλλά θα σας πω για μια τρελή που είχα γνωρίσει.

Ήμουν λοιπόν και ρούφαγα την καφεδιά μου φορώντας σούπερ σέξι γυαλί σε ένα γνωστό καφενείου του νησιού να'ουμ, το LIBRO DORO (μερικοί βλάχοι το γράφουν LIBRO D ORO, σχολείο δεν πήγαν να μάθουν ότι στα ιταλικά δεν έχει περισπωμένη ???). Σκάει ξαφνικά μιτόγκα ένα κουκλάκι, ξανθό, μαύρο φρύδι, ένα χαμόγελο πολύ μυτερό αν με πιάνεις μωρέ μάτια μου, αλλά έδειχνε να κουβαλά πολύ χρήμα να'ουμ. Είπα, δικιά μου, θα την κολιμβισω στα βαθιά με τον Ζώη αγκαλιά. Η αλήθεια ήταν πως ήταν λίγο σαν ξεπλυμένο λιοντάρι από πλυντήριο, φορούσε ένα γυαλί κι ήταν σαν μύγα να'ουμ, είπα κι εγώ να κάνω την μυγοσκοτώστρα... Φορούσε ένα μαύρο κολλητό πανταλόνι με κάτι φλουριά σαν καδένες στα ακροπριτσωλα πολύ μπιχλιμπιδατο, περπατούσε και κουδούναε ρε συ! Από πίσω, το κωλέτο διέγραφε ανάγλυφο σαν καλώδιο το τανγκαρίνι της... Δεν ήταν γκόμενα με πολύ μαλλί -ήταν σαν μαλλί με λίγη γκόμενα.. Πολύ φρεκεμές ρε φιλαρα, με πιάνεις, σωστά?

Περπατούσε από μπροστά η πασαρέλα και της λέω, κάτι σου έπεσε, μου λέει τι, το βλέφαρο της λέω. Με κοιτά καλά καλά. Φορούσα κάτι σούπερ παντόφλες, αρέσουν στις γκόμενες...... Ακουμπώ την μια στην καρέκλα και την σπρώχνω προς αυτή, της λέω κάτσε. Μαγνητισμένη η λακέρδα κάθισε. Το μάτι της μαύρο βαθύ, ήταν ασορτί με το φρύδι. Της λέω πως σε λένε, μου λέει YIOYIO. Κατάπια το καλαμάκι μου μασούλαα, της λέω δεν άκουσα, κερί στ αυτή? Μου λέει YIOYIO. Ποια αγία ειν'αυτή, ρωτώ, μου λέει Ιωάννα στα γαλέζικα. Τα πάω αυτά μεταξύ μας ε? Γαλέζικα μιλούσε, κανα πιάνο να έπαιζε και να χόρευε μπαλέτο σε κανα μαγαζί, άρχοντας θα ήμουν!

Της πιάνω την κουβέντα. Με τι ασχολείσαι ? Μου λέει, δουλεύει καμιά φορά για τον πατέρα της, έχει ένα εργοστάσιο με στολές για τον στρατό και ζώνες και φούντες και πυρηνικά. Ωραία της λέω. Τώρα δεν κατάλαβα ακόμα αν είναι φούντα η καλή σαν του Γιώργη του γερμανού με τα λουκάνικα τα βρώμικα η αυτό το πράγμα που βάζουν σε κανα πουλόβερ. Φορούσε κάτι σκουλαρίκια ματζαφλάρια όρθια, ντιόρε γράφανε νομίζω πάνω και κρέμονταν από τ αυτιά της. Πολύ εκκρεμές, πολύ σικάτο να'ουμ. Της λέω, είσαι πολύ αστέρι, θες να πάμε στο αστεροσκοπείο να σου δείξω που πρέπει να είσαι κανονικά? Ναι λέει. Την πήγα σπίτι μου.

Την καθίζω σε μια ξύλινη καρέκλα με ψάθα, λίγο φθαρμένη, της γαργάλευε τα μπούτια λίγο. Άρχιζε να σφίγγεται λίγο. Μου χώνει ένα χαϊδευτικό χαστούκι, μου λέει Σωτιρακη...της λέω, μωρή σαμιαμίδι, αν με ξαναχαστουκοχορτάσεις, θα σου σκίσω το γουνακι. Κάβλωσε και έπεσε πάνω μου. Με φιλούσε παθιασμένα κι ένοιωθα τις ρόγες της να γκαβλονουν σκληρά.. Ο Ζώης ξύπνησε, άρχισε ν αναρριχάται το φίδι, μύρισε μουνί ο καριολης!

Την πιάνω, ήταν και μικροκαμωμένη η τσουράπω, την γραπώνω που λες και την πετώ στο αχυρόστρωμα. Μου λέει, έχω συνηθίσει να με κερατώνουν οι άνδρες, ξέρω ότι είναι στην φύση τους. Τι με νοιάζει μωρή της λέω και την χλιμιτζουριάζω. Παίρνω φορά, πάω να πηδήσω στο στρώμα πάνω, φωνάζω βαβουρααααα, και σκάω πάνω της. Της πιάνω το μπουτάκι της, κι αρχίζω να την γλύφω...η γλώσσα μου ανεβοκατέβαινε στα μπουτόνια της, έφτανε στο κλαπατζίμπαλο της, της ακούμπαγα χαϊδευτικά την κλειτουριθρα, ξανακατέβαινα. Σε θέλω μέσα μου, σκάσε τις έλεγα. Σε θέλω μέσα μου, ααα της λέω δεν θα τα πάμε καλά.....αρχίζω να της γλύφω το στήθος της, αυτή μούγκριζε.. Σαν έναν φίλο μου, τον Μήτσο, όταν τρώει μουγκρίζει σαν βισσονας!

Τέλος πάντων, βγαίνει ο Ζώης έξω, ιιιιι κάνει, κι αρχίζει να τον γλύφει. Της λέω, μμμμ μουναρα....όλον πάρτον μέσα, μου λέει δεν μπορώ, δεν χωράει, ε, έτσι που ήταν πως να χωρέσει? Τέλος πάντων, την βάζω κάτω κι άρχισα να την ξεσκίζω. Όταν έχασα την παρθενιά μου με ένα κοτόπουλο του πατέρα μου, ήταν πιο καλά, αυτή ήταν πολύ απεριποίητη. Είχε γουνακι με αγκάθια, ξέρεις, δεν είναι ωραίο, ο Ζώης προτιμά τις ξυρισμένες. Αφού ξαλάφρωσα πάνω της πήγα μέσα να κατουρήσω. Όταν γύρισα, έκλαιγε. Τι έχεις, μου λέει δεν περίμενα να σε ερωτευτώ, αλλά έτσι όπως με ξέσκισες μου άρεσε. Της λέω τι, σαν γουρούνι στο σακί με πήρες? Κοκκίνισε. Την έδιωξα μετά.

Το απόγευμα όμως το είχα μετανιώσει. Γιατί την έδιωξα? Με τόσο χρήμα, θα έπρεπε να την κρατήσω... Είχα πάρει το κουνητό της, οπότε της έστειλα μήνυμα: είδα στον ύπνο μου ότι σε γαμούσα, και ξαφνικά βγήκε ο Ζώης από το στόμα σου- είσαι καλά?

Που το λέτε μάγκες, ακόμα περιμένω μήνυμα.
Click here for more!