Δεν είχαν περάσει ούτε 4 μήνες του τέλειωσα την σχολή νοσηλευτικής
και δουλεια δεν έβρισκα πουθενα. Και την είχα ανάγκη, ήμουν 26 και
μόλις που μας έφτανε η σύνταξη του πατέρα μου.
Τετάρτη πρωί Ιούλιο μήνα με πήρε τηλέφωνο ή Κα Αντονία, η γυναίκα
ενώς φιλικού ζευγαρίου και στις 12 το μεσημέρι ήμουν στο σπίτι τους
(το είχε κανονίσει η μάνα μου χωρίς να ξέρει τίποτα από αυτό που
θα ακολουθούσε).
Η Αντονια είναι μια σαραντά χρονη μουνάρα με πολύ σφρυγιλό και καλοφτιαγμένο
σώμα (περισσότερο από το δικό μου), βαμένα ξανθά μαλλία και αυστηρό
και πρόστυχο βλέμα..
Την Κα Αντονία και τον άντρα της τους ήξερα λίγο το μόνο που γνώριζα
ήταν οτι η ήταν από τα πιο ενεργα στελέχη της ενορίας μας.
Καθίσαμε απέναντι και άρχισε να με ρωτάει διάφορα πράγματα για εμένα.
Η συζήτηση που είχαμε έμοιαζε περισσότερο με ανάκριση αφου με βομβάρδιζε
με ερωτήσεις κάποιές από αυτές πολύ προσωπικές. Τι είχα τελειώσει,
που είχα δουλέψει μέχρι τώρα αλλά και πράγματα ηθικής φύσης για την
θρυσκεία και την σχέση μου με την εκκλησία ακόμα και για το σεξ.
Εγώ έιχα και έχω πολύ απελευθερωμένες απόψεις πάνω σε αυτα τα ζητήματα
αλλά φρόντισα να φανώ αρκετά συντυριτική.
Μετά από δυο ολόκληρες ώρες σύζήτησης ανοίχτηκε.
Μου είπε πως υπάρχει κενή θέση νοσυλέυτριας στο τοπικό κέντρο υγείας
και με ρώτησε αν ήμουν διατεθειμένη να κάνω ότι χρειάζονταν για να
την πάρω. Ακούγονταν πολύ σοβαρή.