Έπιασαν οι ζέστες, και δεν αντέχω άλλο, ξέρεις μωρέ, δεν τρώει πολύ κρέας ο κόσμος εδώ στο νησί από μενα, μόνο από εστιατόρια μην τους γαμήσω. μωρέ μάτια μου, τι πράματα δημοσιεύεις ναουμ καμιά φορά? Έχεις μερικές ιστορίες πολύ περίεργες, οι γάτες νιαουρίζουν κόκκινα όταν τις διαβάζουν. . . Έτσι λοιπόν, τώρα που πήρα κι ένα πριντέρι, τυπώνω ότι βρω, ναουμ, να κάνω φιγούρα για το πριντέρι μου! Οι ιστορίες σου ρε αγορίνα κάνουν ώρα να τυπωθούν, αλλά έχει πλάκα!
Ε, είχα τυπώσει μερικές κι είχα πάει σε σπίτι φίλης (τι φίλη?, πάντα ήθελε να την γαμήσω, αλλά δεν της κάθομαι, όχι!!!!) Εκεί που πήγα να χέσω στην τουαλέτα, η τσουράπω η κίτρινη άνοιξε την χαρτοφυλάκη μου και διάβασε ναουμ τα τεφτέρια μου! Και τζουπ, σκασομυτάει ναουμ και το χαρτί σου, το διαβάζει. Ήταν μια ιστορία με τον Αλβανό τον μπογιατζή.
Την πιάνω από το μαλλί με το που βγαίνω, της λέω, μωρή βλάχα καριόλα, δεν ντρέπεσαι? Ε, πουτάνα τις οργής? Και της χώνω ένα χαστούκι ανάποδα με το δακτυλίδι μου. Ε, καριολόσκυλο, ίσα σήκω να σε ξαναπετάξω φωνάζω, τίποτε αυτή. Ρε, μπας και την ψόφησα? Γούστο θα χει, να τρέχουμε να γίνουμε και κομπινεζόν στο νησί! Κάμω μια βαβούρα πέφτω πάνω της. Καλά ήταν, γιατί φώναξε. Μωρή σιχτήρω, δεν ντρέπεσαι με έφτασες στην πούτσα μου από τον φόβο? Της χώνω άλλη μια! Φσσσσ! Ποινκ! κάνει καθώς σκάει πάλι κάτω. Μου άρεσε. από την άλλη, αυτηνης όχι. Τις λέω: θα σε γαμήσω. Έκλαιγε. Με το που άκουσε αυτό, μου είπε, μιλάς σαν τον ήρωα μου τον Γκουσγκουνη. Ε, θα σε γαμήσω της είπα.
Πήγαμε από πίσω, στο περιβόλι. Την βάζω γόνατο στην στέρνα και της λέω, πάρε το καυλί μου μωρή και πιπωνε, κι όταν θα χύνω, θα με κοιτάς στα μάτια και θα μου λες μόνο μάπα μόνο μάπα!
Ε? κάνει αυτή. Τι ε, μωρή, από τα βουνά είσαι? Ούσα και γονάτα καριόλα! Όπως κάθεται, εμφανίζεται το πεταχτό κωλι της. Εεεεετσι, εεεεεετσι της λέω. Ξαφνικά με διαπέρασε ένα ρίγος, τουρτούρισα. Τι ανώμαλο κρύο είναι αυτό, λέω? Φλαπ, της χώνω μια στο κωλέτο, ευτυχώς που δεν έπεσε στην στέρνα μην μου μολύνει και το νερό!
Αρχίζω να φτύνω την παλάμη μου, σαλιώνω και τα δάκτυλα μου και γλουαρπ φλουπ ταξίδι στην κωλοτρυπιδόνα της. . .
Μμμμ έκανε αυτή, θα σε σφάξω μουλάρι της λέω. . . Αουργγγ, ναι, ναι, ναι! φώναζε. . . . Εάν έκανες μωρή έτσι ναι ναι ναι το 1956 που είχε πει ο Μεταξάς το όχι, θα σε πελεκωναν. Ε, τώρα θα σε πελεκωσω εγώ της είπα.
Αρχίζω να μαστιγώνω το κωλαρακι της με την πετσέτα που είχα για να σκουπίζω την πετσέτα στην μασχάλη. . . αυτή αρχίζει να καυλωχύνει, της πιάνω το μουνάκι από ανάποδα και την γυρνώ. Η κλειτουριθρα της ήταν σαν μανιταρακι, γούσταρα πολύ το τσιμπι τσιμπι. .
Με πιάνει από την πουκαμίσα της δουλειάς μου την σκίζει! Α γαμήσου τσόκαρο! της λέω και την σφαλιαριζω. . . Μένω με το μπλουζί από μέσα το αμανικο, και μου λέει η μπουγάτσα: αι αι, φοράς αμανικο?
Έχω όνομα εγώ, πως θα σε κυκλοφοράω??? Κι αν σ αρέσει σαμιαμιδι της λέω, της χλατσώνω μια και της την φοράω. . . Μμμμ κάνει. . . Μμμμ κάνω κι εγώ.
Ε, μην στα πολυλογάω, μουγκρίζαμε παρέα ενώ γαμιόμασταν, και μετά χύσαμε σχεδόν ταυτόχρονα. λέω σχεδόν γιατί έχυσα πρώτος, και πήγα να κάνω μπάνιο.
Δεν ξέρω τι έκανε αυτή και πότε. όταν γύρισα, της είπα ότι θέλω τσιμπούκι.
Με χαστούκισε (είχε πλάκα ρε!) κι άρχισε να βυζαίνει την πούτσα μου. Όλα μέσα, της λέω, και τ αρχίδια μέσα!! λέει αυτή, τ αρχίδια αποξω!
Δυστυχώς, το είπε ενώ με τσιμπουκωνε. Ε, την έστειλα μετά, γιατί αυτή μ έστειλε στον γιατρό.