Ήταν ένα απόγευμα που δεν είχα καμία διάθεση να κάνω οτιδήποτε. Περιπλανιόμουν στους δρόμους της πόλης, μέχρι που βρέθηκα μπροστά σε ένα μικρό, παλιό βιβλιοπωλείο στη γωνία ενός στενού. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, μπήκα μέσα, κυρίως για να περάσει η ώρα.
Ο αέρας μέσα ήταν γεμάτος μυρωδιά από παλιό χαρτί και ξύλινα ράφια. Οι ακτίνες του ήλιου έμπαιναν από τα παράθυρα, σχηματίζοντας χρυσές λωρίδες σκόνης στον αέρα. Καθώς περιπλανιόμουν ανάμεσα στα ράφια, την είδα.
Ήταν σκυμμένη πάνω από ένα παλιό βιβλίο, το πρόσωπό της φωτισμένο από το φως του απογεύματος. Είχε μια αυθόρμητη ομορφιά, λες και δεν προσπαθούσε καθόλου να εντυπωσιάσει, αλλά το έκανε χωρίς προσπάθεια. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα χαλαρά, και φορούσε ένα λευκό πουκάμισο που έπεφτε ανάλαφρα στους ώμους της.
"Έχεις βρει κάτι ενδιαφέρον;" ρώτησα χωρίς να το σκεφτώ.
Σήκωσε το βλέμμα της προς εμένα, και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. "Πάντα βρίσκω κάτι ενδιαφέρον εδώ," είπε. "Αλλά αυτή τη φορά ίσως να είναι κάτι περισσότερο από το βιβλίο."
Δεν ήξερα πώς να το ερμηνεύσω, αλλά η αυτοπεποίθησή της με αιφνιδίασε. Ήταν ξεκάθαρο ότι δεν φοβόταν να πει αυτό που σκεφτόταν. "Πάντα ερχόσουν εδώ; Είναι η πρώτη φορά που το ανακαλύπτω."
"Είναι το μικρό μου καταφύγιο," είπε, κλείνοντας το βιβλίο που κρατούσε. "Και τι σε έφερε σήμερα εδώ;"
"Η ανάγκη για λίγη ηρεμία. Και μάλλον για μια καλή παρέα," της απάντησα, τολμώντας να παίξω το παιχνίδι της.
Εκείνη γέλασε ελαφρά και έκλεισε το βιβλίο. "Λοιπόν, αν ψάχνεις για καλή παρέα, μπορείς να με κεράσεις έναν καφέ."
Δεν είχα ιδέα πού θα κατέληγε αυτό, αλλά δεν θα άφηνα την ευκαιρία να πάει χαμένη. Λίγη ώρα αργότερα, καθόμασταν σε μια μικρή καφετέρια στη γωνία, γελώντας και μιλώντας σαν να γνωριζόμασταν χρόνια. Κάθε της λέξη με γοήτευε περισσότερο, κάθε της κίνηση ήταν γεμάτη χάρη.