Η νύχτα είχε απλώσει το πέπλο της πάνω από την πόλη, και ο αέρας μύριζε γιασεμί και υγρασία. Η Σοφία στεκόταν στο παράθυρο, κοιτώντας τα φώτα που τρεμόπαιζαν από τα απέναντι κτίρια. Φορούσε ένα λεπτό, μεταξένιο φόρεμα που αγκάλιαζε απαλά το σώμα της. Η καρδιά της χτυπούσε πιο γρήγορα καθώς άκουσε τα βήματά του στον διάδρομο.
Η πόρτα άνοιξε αργά. Ο Δημήτρης μπήκε μέσα, με το βλέμμα του να την περιεργάζεται, σαν να τη μελετούσε, σαν να την ήθελε ακόμα πιο βαθιά από ό,τι μπορούσε να εκφράσει. Τα μάτια του ήταν σκοτεινά και γεμάτα υπόσχεση. Χωρίς να πουν λέξη, τα σώματά τους άρχισαν να πλησιάζουν, σαν να τους τραβούσε μια αόρατη δύναμη.
Η ανάσα του ήταν ζεστή καθώς πλησίασε στον λαιμό της. Τα χέρια του διστακτικά ακούμπησαν τη μέση της, και εκείνη ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά όλο της το είναι. Οι άκρες των δαχτύλων του χάραζαν διαδρομές πάνω στο δέρμα της, σαν να ήθελε να αποτυπώσει κάθε της καμπύλη στη μνήμη του.
«Σοφία...» ψιθύρισε, και η φωνή του ήταν βραχνή, γεμάτη πόθο και αβεβαιότητα.
Δεν του απάντησε με λόγια, αλλά η κίνηση των χεριών της καθώς πέρασε τα δάχτυλά της μέσα από τα μαλλιά του έλεγε τα πάντα. Τα χείλη του βρήκαν τα δικά της, και ο χρόνος σταμάτησε. Ήταν ένα φιλί αργό, γεμάτο ένταση, σαν να ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που θα άγγιζαν ο ένας τον άλλον.