Η νύχτα ήταν υγρή, και οι δρόμοι της πόλης γυάλιζαν από το φως των φαναριών. Η Μαρίνα με περίμενε στο σημείο που είχαμε συμφωνήσει, έξω από ένα μικρό καφέ. Ήταν ντυμένη απλά, αλλά υπήρχε κάτι στον τρόπο που στεκόταν, με τα χέρια της δεμένα μπροστά, που έκανε την καρδιά μου να σφιχτεί.

Όταν μπήκε στο αυτοκίνητο, ο χώρος μίκρυνε ξαφνικά. Το άρωμά της, λουλουδένιο και φρέσκο, γέμισε τον αέρα. Κοιταχτήκαμε για μια στιγμή, και το βλέμμα της είχε μια αθωότητα που πάλευε να κρύψει κάτι βαθύτερο.

«Νικόλα, σε ευχαριστώ που ήρθες,» είπε, η φωνή της απαλή, αλλά γεμάτη εσωτερική ένταση.

«Χαίρομαι που σε βλέπω, Μαρίνα,» απάντησα, προσπαθώντας να διατηρήσω τη φωνή μου σταθερή. Αλλά τα χέρια μου, πιασμένα στο τιμόνι, πρόδιδαν το άγχος μου.

Ξεκινήσαμε να μιλάμε, αρχικά διστακτικά, για τα συνηθισμένα – τη δουλειά, τις υποχρεώσεις, την καθημερινότητα. Αλλά η ένταση στον αέρα ήταν απτή, σχεδόν ηλεκτρική. Κάθε φορά που γελούσε, το γέλιο της ήταν σαν να χαράζει το δέρμα μου. Κάθε φορά που η φωνή της χαμήλωνε, ένιωθα το στομάχι μου να σφίγγεται.

Τότε, σε μια στιγμή σιωπής, γύρισε προς το μέρος μου. Το φως του δρόμου έπεφτε πάνω στο πρόσωπό της, φωτίζοντας τα μάτια της. Είδα εκείνη τη μαγεία που με είχε πάντα αιχμαλωτίσει, την ίδια μαγεία που προσπάθησα να ξεχάσω αλλά δεν μπορούσα.

«Νικόλα,» είπε, η φωνή της να σπάει τη σιωπή σαν ψίθυρος. «Μου έλειψες.»

Τα λόγια της έπεσαν πάνω μου σαν κύμα. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Αντί γι’ αυτό, έγειρα προς το μέρος της, σχεδόν χωρίς να το καταλάβω. Το πρόσωπό της ήταν τόσο κοντά που μπορούσα να διακρίνω κάθε λεπτομέρεια – τη λάμψη στα μάτια της, τον τρόπο που τα χείλη της άνοιγαν ελαφρώς, σαν να περίμεναν κάτι.

Η ανάσα της συνάντησε τη δική μου, ζεστή και ασταθής. Έφερα το χέρι μου στο πρόσωπό της, διστακτικά στην αρχή, σαν να ήθελα να βεβαιωθώ ότι ήταν αληθινή. Το δέρμα της ήταν απαλό, και η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που ένιωθα ότι θα ακουστεί.

Η Μαρίνα δεν απομακρύνθηκε. Αντίθετα, τα χείλη της σχημάτισαν ένα μικρό, σχεδόν ανεπαίσθητο χαμόγελο, πριν κλείσει τα μάτια της και έρθει πιο κοντά. Όταν τα χείλη μας ενώθηκαν, ο χρόνος σταμάτησε. Ήταν ένα φιλί αργό, σχεδόν βασανιστικό. Δεν υπήρχε βιασύνη, μόνο η ένταση δυο ψυχών που είχαν βρει ξανά η μία την άλλη.

Το χέρι της βρήκε το δικό μου, και τα δάχτυλά μας πλέχτηκαν μαζί. Η αίσθηση της αφής της ήταν σαν ηλεκτρισμός που διέτρεχε το σώμα μου. Όλα γύρω μας – ο δρόμος, τα φώτα, ο κόσμος – εξαφανίστηκαν. Υπήρχαμε μόνο εμείς, δύο άνθρωποι που είχαν περάσει πάρα πολλά για να φτάσουν σε αυτή τη στιγμή.

Όταν απομακρυνθήκαμε, η Μαρίνα με κοίταξε με ένα βλέμμα που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Ήταν ένα βλέμμα γεμάτο επιθυμία, αλλά και φόβο, σαν να ήξερε ότι τίποτα δεν θα ήταν ξανά το ίδιο.

«Δεν ξέρω αν αυτό είναι σωστό...» ψιθύρισε, αλλά ο τρόπος που με κοίταζε πρόδιδε την καρδιά της.

«Δεν με νοιάζει τι είναι σωστό,» απάντησα, η φωνή μου γεμάτη αλήθεια. Και για πρώτη φορά, ένιωσα ότι όλα τα κομμάτια μου είχαν βρει τη θέση τους.


Click here for more!