Ήταν ένα από εκείνα τα πρωινά που όλα φαίνονταν να συμβαίνουν ταυτόχρονα. Στεκόμουν στη σειρά της τράπεζας, κάπως εκνευρισμένος από την αναμονή, όταν τα μάτια μου έπεσαν πάνω στη Μαρία. Τα μακριά της μαλλιά έπεφταν στους ώμους της σαν μεταξωτό κύμα, και ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο φωτιζόταν στα χείλη της καθώς κοίταζε το τηλέφωνό της.
Μια τυχαία στιγμή, μια ανταλλαγή βλεμμάτων. Δεν είχα σκοπό να μιλήσω, αλλά η σπίθα ανάμεσα μας ήταν αναπόφευκτη. Την πλησίασα με μια αυθόρμητη ατάκα για τη διαρκή αναμονή και, προς έκπληξή μου, άρχισε να γελάει. Αυτό το γέλιο ήταν η αρχή.
Μετά από λίγη κουβέντα, συνειδητοποιήσαμε ότι οι δουλειές μας στην τράπεζα είχαν τελειώσει, αλλά καμία πρόθεση δεν είχαμε να αποχαιρετιστούμε τόσο γρήγορα. "Θες να συνεχίσουμε τη συζήτηση κάπου πιο ήσυχα;" πρότεινε εκείνη, με έναν τόνο παιχνιδιάρικο στη φωνή της. Ήταν αδύνατο να πω όχι.
Βγήκαμε από την τράπεζα και κατευθυνθήκαμε προς το αυτοκίνητό της, ένα κομψό, σκούρο SUV με φιμέ τζάμια που έκρυβαν τέλεια το εσωτερικό. Μόλις μπήκαμε, η ατμόσφαιρα άλλαξε. Η κοντινή απόσταση ανάμεσά μας και η ένταση της στιγμής δημιούργησαν ένα πεδίο γεμάτο υποσχέσεις.
Η Μαρία με κοίταξε με εκείνο το βλέμμα που φανέρωνε αυτοπεποίθηση και μυστήριο. "Μου αρέσει να παίρνω ρίσκα," ψιθύρισε, ακουμπώντας απαλά το χέρι της στον ώμο μου. Το παιχνίδι είχε ξεκινήσει, και η ένταση ανάμεσα μας κορυφωνόταν με κάθε λεπτό.
Η συζήτησή μας συνέχισε να κυλάει, αλλά τα βλέμματά μας είχαν ήδη πει όσα χρειαζόταν. Χωρίς να το καταλάβω, βρισκόμουν πιο κοντά της. Κάθε κίνηση ήταν αργή, σχεδόν τελετουργική, σαν να εξερευνούσαμε τον χώρο της στιγμής. Τα φιμέ τζάμια πρόσφεραν μια αίσθηση απομόνωσης, σαν να είχαμε δημιουργήσει έναν δικό μας μικρό κόσμο, κρυμμένο από τα βλέμματα των περαστικών.
Η Μαρία έγειρε ελαφρώς προς το μέρος μου, τα μάτια της να λάμπουν από το φως που έμπαινε από το παρμπρίζ. Η απόσταση ανάμεσά μας μειωνόταν κάθε δευτερόλεπτο, και οι λέξεις έγιναν περιττές. Ήταν εκείνη η στιγμή που δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για το τι ήθελαν και οι δύο.
Έβαλε απαλά το χέρι της στο πρόσωπό μου, με μια κίνηση σίγουρη και γεμάτη τρυφερότητα. "Ξέρεις," μου είπε με μια φωνή τόσο απαλή που σχεδόν ψιθύριζε, "δεν κάνω συχνά τέτοια πράγματα... αλλά κάτι σε εσένα με τραβάει."
Το ίδιο αισθανόμουν κι εγώ. Η παρουσία της ήταν σαν μαγνήτης. Έφερα το χέρι μου στο δικό της, τα δάχτυλά μας να μπλέκονται στιγμιαία. Ένα ρεύμα ενέργειας διαπέρασε το σώμα μου, και η στιγμή γινόταν όλο και πιο έντονη.
Με μια κίνηση απρόσμενη αλλά γεμάτη αυτοπεποίθηση, πλησίασε και με φίλησε. Το φιλί ήταν βαθύ, γεμάτο από εκείνη την ανεξήγητη χημεία που αναπτύσσεται αυθόρμητα, σαν να γνωριζόμασταν εδώ και χρόνια. Τα τζάμια, φιμέ και προστατευτικά, έκαναν τον κόσμο γύρω μας να εξαφανιστεί. Ήμασταν μόνο εμείς.
Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Τα χέρια της γλίστρησαν στους ώμους μου και με μια αργή κίνηση κατέβηκαν προς τη μέση μου. Ο χώρος μέσα στο αυτοκίνητο ένιωθε ξαφνικά πολύ μικρός, αλλά εκείνη η αίσθηση δεν ήταν περιοριστική – ήταν απελευθερωτική.
Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη. Οι ανάσες μας γίνονταν πιο γρήγορες, ενώ κάθε μας κίνηση ήταν γεμάτη αυθορμητισμό και πάθος. Η Μαρία είχε τον έλεγχο, και η σιγουριά της ήταν καθηλωτική. Ένα χέρι της πήγε προς τα πίσω, κλείνοντας τη μουσική στο ραδιόφωνο. "Δεν θέλω τίποτα να μας αποσπάσει," είπε με ένα πονηρό χαμόγελο.
Μείναμε εκεί για πολλή ώρα, εξερευνώντας ο ένας τον άλλον όχι μόνο με τις κινήσεις μας αλλά και με τα βλέμματα και τις κουβέντες μας. Ήταν σαν να μιλούσαν οι ψυχές μας, εκφράζοντας κάθε μικρή επιθυμία που δεν είχε ειπωθεί ποτέ δυνατά.
Εκείνη η στιγμή, στο αυτοκίνητό της με τα φιμέ τζάμια έξω από την τράπεζα, ήταν η αρχή ενός δεσμού που θα κουβαλούσα για πάντα μαζί μου. Δεν ήταν μόνο το πάθος ή η ένταση – ήταν η αίσθηση ότι με κάποιο τρόπο, δύο άγνωστοι είχαν συνδεθεί με έναν τρόπο που δεν μπορούσε να εξηγηθεί.