Η βραδιά είχε μια περίεργη ησυχία, σαν να ήξερε ότι κάτι ξεχωριστό επρόκειτο να συμβεί. Είχα παρκάρει το αυτοκίνητο κοντά στην πλατεία, σε ένα σημείο που ο δρόμος ήταν ήσυχος και τα φώτα της πόλης έριχναν μαλακές σκιές. Η Γεωργία μπήκε μέσα, και για μια στιγμή ο κόσμος πάγωσε.
Δέκα χρόνια. Δέκα ολόκληρα χρόνια που μιλούσαμε μόνο μέσα από οθόνες και λέξεις, αποφεύγοντας τη φυσική απόσταση. Και τώρα, εδώ ήταν, στο κάθισμα του συνοδηγού, πιο όμορφη από ό,τι τη θυμόμουν. Τα μαλλιά της έπεφταν χαλαρά στους ώμους, και το άρωμά της – εκείνο το γνώριμο, γλυκό άρωμα – γέμισε το χώρο, κάνοντάς με να θυμηθώ όλα όσα είχαμε ζήσει.
«Πώς πέρασε η ώρα, ε;» είπε χαμογελώντας, αλλά το βλέμμα της είχε μια δόση αμηχανίας. Ήξερα τι σκεφτόταν. Ήταν το ίδιο που σκεφτόμουν κι εγώ.
«Πολύ γρήγορα,» απάντησα. Η φωνή μου ακουγόταν λίγο πιο χαμηλή, πιο βαθιά, σαν να προσπαθούσα να κρύψω τη θύελλα που ένιωθα μέσα μου.