Ο Αχμέτ και εγώ γνωριστήκαμε τυχαία εκείνη τη μέρα, αλλά η χημεία μεταξύ μας ήταν κάτι πέρα από το συνηθισμένο. Είχε έναν τρόπο να σε κάνει να νιώθεις μοναδική, σαν όλος ο κόσμος να περιστρεφόταν γύρω από εσένα. Δεν ξέρω αν ήταν το βλέμμα του, γεμάτο σιγουριά και μυστήριο, ή η φωνή του, βαθιά και καθησυχαστική, αλλά δεν χρειάστηκαν πολλά για να πω "ναι" στη βόλτα που πρότεινε.
Καθώς οδηγούσε, τα φώτα της πόλης ξεθώριαζαν πίσω μας. Στο αυτοκίνητο κυριαρχούσε ησυχία, αλλά η σιωπή δεν ήταν αμήχανη. Ήταν γεμάτη ένταση, αυτή την απροσδιόριστη αίσθηση που κάνει την καρδιά σου να χτυπάει λίγο πιο γρήγορα. Μου έριχνε κλεφτές ματιές, και κάθε φορά που οι ματιές μας συναντιόντουσαν, ένα αδιόρατο χαμόγελο σχηματιζόταν στα χείλη του.
Σταματήσαμε σε έναν απόμερο δρόμο με θέα τη θάλασσα. Ο ουρανός είχε βαφτεί βαθύ μπλε, και τα κύματα έσκαγαν ήρεμα στις πέτρες, δημιουργώντας το τέλειο σκηνικό. Ο Αχμέτ έσβησε τη μηχανή και στράφηκε προς το μέρος μου.