Στα Χιόνια
Όλα ξεκίνησαν πριν λίγες μέρες που κάναμε το λάθος παρά τον πολύ άσχημο καιρό, να ξεκινήσουμε για Αθήνα με το ΚΤΕΛ της γραμμής, για τις διακοπές των Χριστουγέννων. Συνήθως για τις μετακινήσεις μας διαλέγαμε το αεροπλάνο, από Αλεξανδρούπολη, αλλά με τις προτροπές των γονιών μας για τα πρόσφατα γεγονότα της 11ης Νοεμβρίου και σε συνάρτηση με τον άσχημο καιρό, μας έπεισαν να πάρουμε λεωφορείο, που το θεωρούσαν πιο σίγουρο. Έτσι κι έγινε. Κουραστικό το λεωφορείο, αλλά η Τασία κανόνισε και καθίσαμε μαζί με δυο συμφοιτητές μας, τον Μπάμπη και το Νάσο, πολύ διασκεδαστικούς τύπους και μανούλια.
Το ταξίδι έγινε κάπως πιο υποφερτό με τα αστεία τους και τα πειράγματα τους, που κατά κύριο λόγο ήταν σεξουαλικού περιεχομένου. Μας κολάκευαν πάρα πολύ και είχαμε ενθουσιαστεί μαζί τους. Σε μια στάση που έκανε το λεωφορείο στην Καβάλα, πήγαμε με την Τασία στην τουαλέτα και μοιράσαμε τα μανούλια. Παιδευτήκαμε βέβαια, γιατί κανείς τους δεν είχε εκδηλώσει καθαρά την προτίμηση του σε κάποια απ? τις δυο μας, αλλά φανταστήκαμε πως περίμεναν από εμάς να διαλέξουμε. Κλασσική ανδρική αθεράπευτη ηττοπάθεια! Ξέρω πως οι περισσότεροι άντρες θα δυσκολευτούν να το πιστέψουν άλλα το ρίξαμε κορώνα γράμματα! Όχι θα κάτσουμε να σκάσουμε!
Μου έπεσε ο Νάσος, ο μελαχρινός και λίγο πιο ντροπαλός. Δε με χαλούσε και ο Μπάμπης, αλλά σ? αυτή τη ζωή είναι ότι σου λάχει, που λένε. Όταν γυρίσαμε στο λεωφορείο τα παιδιά μας περίμεναν στη στην πόρτα και προσπαθούσαν να λύσουν κάποια διαφορά που είχαν. «Ακόμα δεν έχουν κατασταλάξει ποια γουστάρουν» μου είπε γελώντας στ? αυτί η Τασία. «Έλα, θέλω να σε ρωτήσω κάτι προσωπικό» είπε η Τασία στο Μπάμπη και τον έσυρε απ? το χέρι στο βάθος του λεωφορείου κι έκατσαν μαζί. «Δεν πιστεύω να έχετε χωράφια να μοιράσετε» είπα γελώντας στο Νάσο και προχωρήσαμε χωρίς πολλές διαχυτικότητες στις θέσεις μας. Καθίσαμε στα καθίσματα ακριβώς από πίσω τους και ανταλλάζαμε πειράγματα μαζί τους, του στυλ «Να το πάρεις το κορίτσι, να το πάρεις μην το παιδεύεις» και «Τώρα είναι αργά, πρέπει να το αποκαταστήσεις και να το παντρευτείς το παλικάρι» ή «?και ?μεις κουμπάροι».
Περνούσαμε καλά, αλλά ο καιρός όλο και χειροτέρευε. Νύσταξα και κοιμήθηκα στην αγκαλιά του Νάσου, κάπως στενάχωρα, αλλά μου χάιδευε τα μαλλιά που μου αρέσει πολύ από μικρή, και με κοίμισε. Με είχε σκεπάσει και με το μπουφάν του και είχα πειστεί πως είχα τύχη στη «μοιρασιά», μιας και μου ?τυχε ο ρομαντικούλης. Ήταν τόσο τρυφερός?
Ξύπνησα από τον απότομο θόρυβο που έκανε το λεωφορείο χτυπώντας σε κάτι στην άκρη του δρόμου. Είχε σκοτεινιάσει και οι περισσότεροι επιβάτες συνέχισαν να κοιμούνται κουρασμένοι και ατάραχοι. Είχε λίγο αχνό φως στη θέση του οδηγού, έκανε και υπερβολική ζέστη μέσα στο λεωφορείο, σε αντίθεση με το κρύο που έκανε έξω και ήταν ότι έπρεπε για έναν καλό ύπνο. «Δεν είναι τίποτα, κοιμήσου» είπε τρυφερά ο Νάσος, αλλά ήμουν περίεργη να δω τι έγινε και ανασηκώθηκα μουτζούφλα. «Πού είμαστε;» ρώτησα. «Λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, προς Κατερίνη» μου απάντησε. «Χτυπήσαμε στα χιόνια, στην άκρη του δρόμου. Γλιστράει πολύ ο δρόμος» συνέχισε. Κοίταξα προς τα παιδιά. Δεν έβλεπα καλά, αλλά σίγουρα δεν κοιμόντουσαν. Έκανα μια κίνηση και κοίταξα καλύτερα. Ο Μπάμπης είχε περάσει τα χέρια του κάτω απ? τη μπλούζα της Τασίας και της χούφτωνε τα στήθια. Ήταν αγκαλιασμένοι και φιλιόντουσαν παθιασμένα. Το τζάκετ που έριξαν πάνω τους για να μην τους πάρουν χαμπάρι οι άλλοι επιβάτες, μάλλον δεν έκανε καλή δουλειά."