Η βραδιά είχε μια περίεργη ησυχία, σαν να ήξερε ότι κάτι ξεχωριστό επρόκειτο να συμβεί. Είχα παρκάρει το αυτοκίνητο κοντά στην πλατεία, σε ένα σημείο που ο δρόμος ήταν ήσυχος και τα φώτα της πόλης έριχναν μαλακές σκιές. Η Γεωργία μπήκε μέσα, και για μια στιγμή ο κόσμος πάγωσε.
Δέκα χρόνια. Δέκα ολόκληρα χρόνια που μιλούσαμε μόνο μέσα από οθόνες και λέξεις, αποφεύγοντας τη φυσική απόσταση. Και τώρα, εδώ ήταν, στο κάθισμα του συνοδηγού, πιο όμορφη από ό,τι τη θυμόμουν. Τα μαλλιά της έπεφταν χαλαρά στους ώμους, και το άρωμά της – εκείνο το γνώριμο, γλυκό άρωμα – γέμισε το χώρο, κάνοντάς με να θυμηθώ όλα όσα είχαμε ζήσει.
«Πώς πέρασε η ώρα, ε;» είπε χαμογελώντας, αλλά το βλέμμα της είχε μια δόση αμηχανίας. Ήξερα τι σκεφτόταν. Ήταν το ίδιο που σκεφτόμουν κι εγώ.
«Πολύ γρήγορα,» απάντησα. Η φωνή μου ακουγόταν λίγο πιο χαμηλή, πιο βαθιά, σαν να προσπαθούσα να κρύψω τη θύελλα που ένιωθα μέσα μου.
Η κουβέντα μας άρχισε αθώα, όπως πάντα. Ρωτούσαμε ο ένας τον άλλο για τη ζωή, τη δουλειά, τις καθημερινές μας συνήθειες. Αλλά υπήρχε κάτι διαφορετικό στον αέρα. Κάθε λέξη, κάθε γέλιο μας, κάθε μικρή παύση φαινόταν να κρύβει μια ένταση που κανένας από τους δυο μας δεν μπορούσε να αγνοήσει.
Τότε, χωρίς να το συνειδητοποιήσω, το χέρι μου άγγιξε απαλά το δικό της. Ήταν μια απλή κίνηση, σχεδόν τυχαία, αλλά η στιγμή σταμάτησε. Τα μάτια της με κοίταξαν, και είδα κάτι που δεν είχα ξαναδεί. Όχι μόνο νοσταλγία, αλλά και κάτι πιο βαθύ – επιθυμία, ανάμεικτη με φόβο.
«Γεωργία...» είπα, αλλά δεν ήξερα τι άλλο να πω.
«Νικόλα...» ψιθύρισε. Το όνομά μου στα χείλη της ήταν σαν μαγικό ξόρκι.
Η απόσταση ανάμεσά μας μειώθηκε αργά. Δεν υπήρχε βιασύνη, μόνο εκείνη η αργή, βασανιστική ένταση που φέρνει η αναμονή μιας δεκαετίας. Το βλέμμα της έπεσε στα χείλη μου για μια στιγμή πριν επιστρέψει στα μάτια μου, και ήξερα ότι και οι δύο σκεφτόμασταν το ίδιο.
Η ανάσα της ήταν ζεστή, και η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που ένιωθα ότι θα ακουστεί. Το χέρι μου χάιδεψε το πρόσωπό της, και για μια στιγμή, ο χρόνος σταμάτησε. Τα χείλη μας ενώθηκαν σε ένα φιλί που δεν ήταν ούτε αθώο ούτε βιαστικό. Ήταν βαθύ, γεμάτο ένταση, σαν να προσπαθούσαμε να καλύψουμε τα χαμένα χρόνια.
Η Γεωργία έφερε το χέρι της στον αυχένα μου, τραβώντας με πιο κοντά. Η ατμόσφαιρα μέσα στο αυτοκίνητο έγινε σχεδόν ασφυκτική από την ένταση. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο γύρω μας. Οι ήχοι της πόλης εξαφανίστηκαν, και υπήρχαν μόνο οι ψίθυροι, οι ανάσες, οι μικρές κινήσεις που έλεγαν περισσότερα από οποιαδήποτε λέξη.
Ξέραμε ότι είχαμε μόνο τριάντα λεπτά. Ξέραμε ότι τίποτα από αυτό δεν μπορούσε να κρατήσει. Αλλά εκείνη τη στιγμή, δεν είχε σημασία. Ήταν σαν να υπήρχαμε μόνο εμείς, δύο ψυχές που βρήκαν ξανά η μία την άλλη έστω και για λίγο.
Όταν ο χρόνος μας τελείωσε, η Γεωργία με κοίταξε, και στα μάτια της είδα τη θλίψη της αποχώρησης. Δεν χρειαζόταν να πούμε τίποτα. Είχαμε ζήσει περισσότερα σε εκείνα τα λίγα λεπτά από ό,τι είχαμε ζήσει σε δέκα χρόνια.
«Θα τα ξαναπούμε, Νικόλα,» είπε, αλλά και οι δύο ξέραμε ότι τίποτα δεν θα ήταν ξανά το ίδιο.