Εκείνη τη νύχτα ήθελα απλά να ηρεμήσω. Η πόλη με είχε κουράσει με τη φασαρία και τη βαβούρα της, και το μόνο που ήθελα ήταν να βρω λίγη ηρεμία, μακριά από όλα. Έτσι, βρέθηκα στο μικρό παραλιακό καφέ του λιμανιού, παρακολουθώντας τα κύματα να σκάζουν αργά πάνω στις πέτρες.
Ο καφές ήταν ζεστός και ήρεμος, όπως ακριβώς ήθελα να είναι η βραδιά μου. Καθόμουν μόνος μου, σκεφτόμουν τη ζωή, τη δουλειά και όλα όσα συνέβαιναν γύρω μου. Όμως, τίποτα από αυτά δεν μπορούσε να με συγκινήσει εκείνη τη στιγμή. Ο ήχος της θάλασσας με χαλάρωνε, το φως του φεγγαριού έριχνε μια γλυκιά λάμψη στην επιφάνεια του νερού, και όλα φαινόταν ήρεμα.
Μέχρι που η πόρτα άνοιξε και μπήκε εκείνη. Δεν την είχα δει για χρόνια. Η Μαρία. Η φίλη από τα φοιτητικά χρόνια, που κάποτε είχε σημαδέψει τη ζωή μου με την παρουσία της. Με τα ξανθά μαλλιά της να φωτίζονται από το φως του φεγγαριού και τα γαλάζια μάτια της να λάμπουν κάτω από τη νυχτερινή νυχιά, με έκανε να αναρωτηθώ πώς ήταν δυνατόν να περάσουν τόσα χρόνια χωρίς να τη συναντήσω ξανά.
"Θοδωρή;" είπε, με την έκπληξη να είναι φανερή στη φωνή της.
Η φωνή της με πήγε πίσω στο παρελθόν, όταν ήμασταν νέοι και γεμάτοι όνειρα. Απάντησα αμέσως: "Μαρία... Δεν το πιστεύω!"
Η συζήτηση ξεκίνησε αβίαστα. Μιλούσαμε για τα παλιά, για τις αλλαγές στις ζωές μας, για το πώς μας είχε φέρει η ζωή σε αυτό το σημείο. Όσο μιλούσαμε, το βλέμμα της Μαρία και το χαμόγελό της έφεραν πίσω όλες εκείνες τις αναμνήσεις που ποτέ δεν είχα ξεχάσει.
"Θέλεις να περπατήσουμε λίγο στην παραλία;" με ρώτησε μετά από λίγο.
Συμφώνησα χωρίς δεύτερη σκέψη. Δεν ήθελα να φύγω από την παρουσία της, να αφήσω αυτή τη στιγμή να περάσει χωρίς να την απολαύσω. Και έτσι, περπατούσαμε δίπλα στη θάλασσα, η συζήτηση μας πηγαίνοντας σε πιο προσωπικά μονοπάτια. Η αίσθηση ότι μας συνδέει κάτι που είναι πιο βαθύ από μια απλή φιλία ήταν εκεί, και όσο πλησιάζαμε στην άκρη της παραλίας, η ατμόσφαιρα ανάμεσά μας άρχισε να γίνεται όλο και πιο έντονη.
Σταματήσαμε σε ένα απομονωμένο σημείο, και κοιταχτήκαμε στα μάτια. Στο βλέμμα της διάβασα κάτι που δεν μπορούσα να αγνοήσω. Μια ένταση, μια προσμονή. Δεν χρειάστηκε να πει τίποτα. Κι εγώ, χωρίς να το σκεφτώ, την πλησίασα και την φίλησα.
Τα χείλη της ήταν ζεστά, και το φιλί μας βαθύ. Η νύχτα είχε γίνει η αφορμή για κάτι που δεν θα ξεχνούσα ποτέ. Στην άμμο, δίπλα στο κύμα, δεν υπήρχε τίποτα άλλο στον κόσμο παρά εκείνη και εγώ. Όλα τα υπόλοιπα είχαν γίνει αόρατα, σαν να ζούσαμε σε έναν δικό μας κόσμο, όπου η στιγμή αυτή ήταν μοναδική και ανεπανάληπτη.
Όταν το φιλί μας σταμάτησε, την κοίταξα και ένιωσα ότι, παρά τον χρόνο που είχαμε περάσει μακριά, υπήρχε κάτι μεταξύ μας που ποτέ δεν είχε χαθεί.
Η Μαρία χαμογέλασε και είπε: "Είναι απίστευτο πώς η ζωή μπορεί να φέρει τις πιο απροσδόκητες συναντήσεις."
"Αλήθεια," της απάντησα, και ξέραμε και οι δύο ότι αυτή η νύχτα ήταν μια στιγμή που θα κρατούσαμε για πάντα.
Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν ξαναβρισκόμασταν, αν αυτή η νύχτα είχε συνέχεια ή αν η ζωή μας θα μας απομάκρυνε ξανά. Όμως εκείνη τη στιγμή, τίποτα δεν είχε σημασία παρά μόνο το τώρα.