Το καφέ ήταν μικρό και φιλόξενο, φωτισμένο από απαλές φλόγες κεριών που χόρευαν στους τοίχους. Η βραχνή μουσική του πιάνου έδινε έναν τόνο οικειότητας, σαν να είχε σχεδιαστεί για εμάς. Η Άνδρια καθόταν απέναντί μου, με το φως να τονίζει τα χαρακτηριστικά της, δημιουργώντας παιχνίδια σκιάς στο πρόσωπό της.
Κάθε φορά που το βλέμμα της συναντούσε το δικό μου, ήταν σαν να περνούσε ένα ρεύμα στον αέρα. Η φωνή της είχε μια γλυκιά, βελούδινη υφή, και οι λέξεις που έλεγε, αν και απλές, έμοιαζαν να κρύβουν νοήματα που μόνο εμείς μπορούσαμε να καταλάβουμε.
Το τραπέζι ανάμεσά μας φαινόταν παράλογα μεγάλο, μια απόσταση που ήθελα να γεφυρώσω. Τα δάχτυλά μου έπαιζαν νευρικά με την κούπα του καφέ, ενώ προσπαθούσα να συγκρατήσω την επιθυμία μου να την αγγίξω. Εκείνη το κατάλαβε – το είδα στον τρόπο που χαμογέλασε, εκείνο το παιχνιδιάρικο χαμόγελο που σε κάνει να θες να χαθείς στα χείλη της.
Η κουβέντα μας γινόταν όλο και πιο προσωπική, σαν να ξαναβρίσκαμε τον εαυτό μας ο ένας μέσα στον άλλον. Τότε συνέβη. Η παλάμη της άγγιξε τη δική μου – ένα ανεπαίσθητο άγγιγμα, σχεδόν τυχαίο. Αλλά η επίδρασή του ήταν εκρηκτική.
Η θερμότητα της παλάμης της ήταν σαν φωτιά, και ο κόσμος γύρω μας εξαφανίστηκε. Το άγγιγμά της ήταν μαγνητικό, γεμάτο υποσχέσεις και επιθυμία που δεν μπορούσαν να ειπωθούν με λόγια. Τα δάχτυλά μας έμειναν πλεγμένα, και οι καρδιές μας χτυπούσαν δυνατά, συγχρονισμένα.
Έγειρα προς το μέρος της, οι αναπνοές μας τώρα πιο βαριές. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στα δικά μου, και η ένταση ήταν σχεδόν αφόρητη. Το βλέμμα της είχε μια λάμψη – μυστήριο και πρόσκληση μαζί.
«Άνδρια...» ψιθύρισα το όνομά της, και εκείνη χαμογέλασε αχνά, με εκείνη τη μικρή κλίση του κεφαλιού που έκανε την καρδιά μου να σκιρτά.
Η απόσταση μεταξύ μας εξαφανίστηκε. Τα χείλη μας συναντήθηκαν, απαλά στην αρχή, αλλά σύντομα το φιλί μας γέμισε πάθος. Ήταν μια στιγμή γεμάτη ενέργεια, σαν να είχαν σταματήσει οι δείκτες του ρολογιού. Οι αισθήσεις μου ήταν σε υπερδιέγερση – η γεύση της, το άρωμά της, η υφή της επιδερμίδας της καθώς το χέρι μου χάιδευε το πρόσωπό της.
Όταν τελικά απομακρυνθήκαμε, μόνο για μια στιγμή, τα μάτια της ήταν γεμάτα υποσχέσεις. Ήξερα ότι αυτή η νύχτα ήταν μόνο η αρχή. Μια αρχή που δεν θα ξεχνούσα ποτέ.
Η υπόλοιπη βραδιά πέρασε με ψιθύρους και χαμόγελα, με γέλια και σιωπές. Κάθε στιγμή μαζί της ήταν μια αποκάλυψη, κάθε κίνηση της έμοιαζε να αφήνει ένα ανεξίτηλο σημάδι πάνω μου. Και καθώς την πήγαινα σπίτι, ήξερα ότι αυτή η σύνδεση που είχαμε δημιουργήσει δεν ήταν τυχαία.
Η Άνδρια είχε γίνει η αρχή μιας νέας ιστορίας στη ζωή μου. Μιας ιστορίας γεμάτης πάθος, ένταση και στιγμές που θα μένουν για πάντα χαραγμένες στη μνήμη μου.