Ήταν μια από εκείνες τις βραδιές που δεν περίμενα τίποτα. Η παρέα με είχε πείσει να πάμε για ποτό σε ένα μικρό μπαράκι στην παλιά πόλη. Δεν είχα ιδιαίτερη διάθεση, αλλά κάτι μέσα μου έλεγε πως δεν έπρεπε να πω όχι.

Μόλις μπήκαμε, το βλέμμα μου έπεσε πάνω της. Καθόταν μόνη της, φορώντας ένα μαύρο φόρεμα που αγκάλιαζε τέλεια το σώμα της. Τα μαλλιά της, καστανά και ελαφρώς κυματιστά, έπεφταν απαλά στους ώμους της, και τα μάτια της είχαν κάτι το μελαγχολικό. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω της.

Η παρέα μου με έσπρωξε προς την μπάρα, αλλά το μυαλό μου ήταν αλλού. Ήθελα να τη γνωρίσω. Μαζεύοντας το θάρρος μου, πλησίασα. «Καλησπέρα,» της είπα χαμογελώντας.

Με κοίταξε και μου χάρισε ένα μικρό χαμόγελο. «Καλησπέρα,» απάντησε με μια φωνή που έμοιαζε να ανήκει σε όνειρο.

Η συζήτηση ξεκίνησε απλά. Το όνομά της ήταν Δήμητρα. Μιλούσαμε για το πώς βρεθήκαμε εκείνο το βράδυ, για ταξίδια που θέλαμε να κάνουμε, για μουσική. Όσο περνούσε η ώρα, η ατμόσφαιρα ανάμεσά μας γινόταν πιο οικεία. Κάθε της γέλιο έκανε την καρδιά μου να χτυπά λίγο πιο δυνατά.

Όταν το μαγαζί άρχισε να αδειάζει, πρότεινα να περπατήσουμε. Δεν ήθελα να τελειώσει αυτή η νύχτα. Συμφώνησε. Βγήκαμε έξω, και ο αέρας της νύχτας ήταν ζεστός. Περπατήσαμε στα στενά, μιλώντας για πράγματα ασήμαντα αλλά γεμάτα νόημα.

Κάποια στιγμή σταμάτησε και με κοίταξε. Το βλέμμα της είχε μια αδιόρατη ένταση. «Νικόλα,» μου είπε, «μπορεί να είναι η πρώτη και η τελευταία φορά που συναντιόμαστε, αλλά θέλω να θυμάμαι αυτή τη νύχτα.»

Δεν χρειάστηκε να πει κάτι άλλο. Την πλησίασα, και τα χείλη μας ενώθηκαν. Το φιλί της ήταν ζεστό, βαθύ, γεμάτο πάθος. Τα χέρια μου τη χάιδεψαν απαλά, ενώ εκείνη τράβηξε το σώμα μου πιο κοντά της.

Δεν θυμάμαι πώς φτάσαμε στο δωμάτιό της. Ήταν σαν να υπήρχε μόνο το τώρα. Το κορμί της ήταν μαλακό, η επιδερμίδα της ζεστή. Τα φιλιά μας έγιναν πιο έντονα, τα χέρια μας εξερευνούσαν ο ένας τον άλλον, και κάθε κίνηση ήταν γεμάτη τρυφερότητα και πάθος.

Ήταν μια στιγμή που δεν ήθελα να τελειώσει. Ήταν σαν να ζούσα σε έναν δικό μου κόσμο, όπου υπήρχε μόνο εκείνη και εγώ.

Όταν ξημέρωσε, την κοίταξα να κοιμάται. Ήξερα ότι δεν θα την ξαναέβλεπα. Ήταν μια από αυτές τις συναντήσεις που υπάρχουν μόνο για να μείνουν στη μνήμη σου.

Έφυγα ήσυχα, αφήνοντας ένα σημείωμα με το όνομά μου και έναν αριθμό τηλεφώνου. Δεν επικοινώνησε ποτέ, αλλά αυτό ήταν εντάξει. Η νύχτα με τη Δήμητρα ήταν αρκετή. Μια ανάμνηση που κουβαλώ ακόμα, σαν κάτι πολύτιμο που δεν θα ξεχάσω ποτέ.


Click here for more!