Ήταν ένα ήσυχο απόγευμα Σαββάτου, όταν ο Αλέξης, κουρασμένος από μια γεμάτη εβδομάδα, κάθισε στο μπαλκόνι του για να απολαύσει τον καφέ του. Ζούσε σε μια παλιά πολυκατοικία, όπου οι περισσότεροι ένοικοι ήταν ηλικιωμένοι. Όμως, πρόσφατα, είχε μετακομίσει στη διπλανή γκαρσονιέρα μια μυστηριώδης γυναίκα που είχε τραβήξει την προσοχή του.
Η Ελένη ήταν γύρω στα 30, με καστανά μακριά μαλλιά που έπεφταν ανέμελα στους ώμους της και βλέμμα που έμοιαζε να κρύβει μυστικά. Κάθε φορά που περνούσε από το διάδρομο, το άρωμά της γέμιζε τον χώρο, κάνοντάς τον να σαστίζει.
Εκείνο το απόγευμα, ο Αλέξης παρατήρησε πως η Ελένη είχε αφήσει ανοιχτή την μπαλκονόπορτά της. Καθώς κοιτούσε προς το μέρος της, εκείνη εμφανίστηκε φορώντας ένα ανάλαφρο φόρεμα που άφηνε λίγα στη φαντασία. Τον κοίταξε, χαμογέλασε αινιγματικά και τον χαιρέτησε.
«Μόνος πάλι;» του φώναξε παιχνιδιάρικα.
«Ε... ναι. Εσύ;» απάντησε, ξαφνιασμένος από την απευθείας ερώτησή της.
«Όχι για πολύ,» του είπε και μπήκε ξανά στο διαμέρισμά της.
Ο Αλέξης ένιωσε το αίμα του να ανεβαίνει στο κεφάλι. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν του έκανε πλάκα ή αν υπήρχε κάτι περισσότερο πίσω από τα λόγια της. Πριν προλάβει να το επεξεργαστεί, άκουσε έναν διακριτικό χτύπο στην πόρτα του.
Άνοιξε και την είδε να στέκεται εκεί, με το ίδιο φόρεμα και ένα μικρό μπουκάλι κρασί στα χέρια.
«Λέω να σου κάνω παρέα. Δεν είναι κρίμα να πίνεις μόνος σου;»
Ο Αλέξης χαμογέλασε αμήχανα και της έκανε χώρο να περάσει. Το διαμέρισμά του ήταν λιτό, αλλά εκείνη δεν φάνηκε να νοιάζεται. Κάθισαν μαζί στον καναπέ, ανοίγοντας το κρασί. Η συζήτησή τους κύλησε ομαλά, με την Ελένη να αποκαλύπτει ότι είχε μόλις χωρίσει και αναζητούσε μια νέα αρχή.
Καθώς περνούσε η ώρα, η ατμόσφαιρα ανάμεσά τους γινόταν όλο και πιο ηλεκτρισμένη. Το βλέμμα της ήταν σταθερά καρφωμένο πάνω του, και κάθε τόσο ακουμπούσε το χέρι της στο δικό του, αφήνοντας μικρές σπίθες να διαπερνούν το σώμα του.
«Νομίζω πως ήρθα για τον σωστό λόγο,» του ψιθύρισε, σκύβοντας πιο κοντά.
Η συνέχεια ανήκε αποκλειστικά σε αυτούς. Οι τοίχοι της μικρής γκαρσονιέρας έγιναν μάρτυρες μιας νύχτας γεμάτης πάθος και ένταση, που κανείς τους δεν θα ξεχνούσε.
Το επόμενο πρωί, η Ελένη έφυγε αφήνοντας πίσω της το άρωμά της και μια υπόσχεση πως αυτή ήταν μόνο η αρχή.