Η ανάμνηση της νοσοκόμας
Οι φίλοι και οι συγγενείς που σαν παρέλαση εξορμούσαν κάθε απόγευμα με σκοπό να μου χαλάσουν την ησυχία.Η επανάληψη του ιστορικού του ατυχήματος που με είχε εξουθενώσει.Ο θάλαμος με τα 20 άτομα δεν με χωρούσε.
Οι πρωινές ώρες κυλούσαν χωρίς επισκέψεις, πράγμα απελπιστικά ευχάριστο, αφού μας έδινε τη δυνατότητα να πούμε τις ιστορίες μας με την αλληλεγγύη των ομοίως αναξιοπαθούντων,..Φυσικά, δεν έλειπαν τα πειράγματα και οι ψευτοκόντρες για τη μελλοντική σεξουαλική μας επαναφορά στον κόσμο των υγιών.
Υπήρχαν βέβαια και μερικοί προνομιούχοι που δεν περίμεναν την έξοδο τους από το νοσοκομείο. Με διάφορους τρόπους εκτόνωναν την «κλεισούρα» τους.,.Μια λυγερόκορμη 35 χρονών, μελαχρινή, με μεγάλο στήθος, είχε κινήσει την προσοχή των πιο περίεργων «οικότροφων».Κάθε απόγευμα την ίδια ώρα, 5 μ.μ., πήγαινε στο τελευταίο κρεβάτι του Θαλάμου και καθόταν με το 17χρονο Θωμά, με το σπασμένο χέρι και τη ρήξη συνδέσμων.Aλλωστε, οι περισσότεροι από μας δεν είχαμε ονόματα (όχι μόνο για τους γιατρούς), αλλά... διάγνωση των ορθοπεδικών μας προβλημάτων.
Επειδή ήταν ο μικρότερος από μας τον προστατεύαμε, αλλά παράλληλα ζηλεύαμε και την τύχη του.Εκείνος σεμνός, ντροπαλός, λιγομίλητος, άφηνε την περιέργεια μας να καλπάζει.Μια μέρα όμως θα λυνόταν το μυστήριο.Η ωραία άγνωστη ήταν μια θεία του, που «εξυπηρετούσε» τον ανήμπορο Θωμά σε όλες του τις ανάγκες.«Φαντάζεσαι ένα παλικάρι επάνω στην κάψα του πώς θα αισθάνεται καθηλωμένος στο κρεβάτι;
Δεν κάνω τίποτα παραπάνω από το να τον ανακουφίζω».Η φράση της με σόκαρέ, εκείνο το απόγευμα που ερχόμενη βρήκε τον ανιψιό της να κοιμάται και ζήτησε παρέα για να περάσει η ώρα της.Η κυρία Αλίκη, μόνη συγγενής του Θωμά οτην Αθήνα, για δύο μήνες, όπως μου εκμυστηρεύτηκε, αυνάνιζε το Θωμά για να τον... ανακουφίσει.Περίμενα τρεις ώρες ώσπου να ξυπνήσει ο «τυχερός ανιψιός» και να διαπιστώσω του λόγου το αληθές.
Σαν να μη συνέβαινε τίποτα, η Αλίκη είχε περάσει τα χέρια της κάτω από την κουβέρτα που κάλυπτε το ακίνητο κορμί του Θωμά και μια κίνηση τρυφερή, σιγανή, ρυθμική, στο ύψος της μέσης του, μαρτυρούσε τα συμβαίνοντα.Το πρόσωπο του Θωμά, ανέκφραστο, έδειχνε σαν να άκουγε προσεκτικά κάποια αδιατύπωτα λόγια της θείας του.Μετά από δέκα λεπτά, τα μάτια του έκλεισαν για λίγο, κάνοντας τα χέρια της θείας του να επιταχύνουν το ρυθμό τους.Με μια ξαφνική κίνηση, τράβηξε το σεντόνι και έσκυψε χαμηλά στην κοιλιά του Θωμά.
Δεν πρόλαβα να καταλάβω τη σκοπιμότητα της κίνησης, όταν συνειδητοποίησα ότι του έγλειφε τους χυμούς του αδρανούς από την... αχρηστία οργάνου του, Η σκηνή μ' ερέθισε τρομερά, κάνοντας το πέος μου να διαγράφεται κάτω από το λεπτό σεντόνι.Και ήταν ακόμα μεσημέρι. Δεν έβρισκα ησυχία.Το ένα τσιγάρο διαδεχόταν το άλλο. Οι ώρες δεν περνούσαν με τίποτα, Η κλειστοφοβία, το άγχος, ο πανικός, έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση.
Ίσως το γεγονός με την Αλίκη και τον ανιψιό της ξύπνησε μέσα μου κάποιες ακατάλληλες για την ώρα ορμές.Η κοπέλα μου με είχε εγκαταλείψει από τις πρώτες μέρες που μπήκα στο νοσοκομείο.
Δεν μπορούσε να το παίξει νοσοκόμα, είχε πει Δεν την αδίκησα τότε, αλλά τώρα...Τώρα είχε βραδιάσει, ο κόσμος αποχώρησε από τις 9.00 και η τηλεόραση, μοναδική διασκέδαση, ροκάνιζε τη ρουτίνα μας.«Συγνώμη, μήπως έχετε τσιγάρο;» μια γυναικεία φωνή μπάσα, γλυκιά, αισθησιακή με ξύπνησε ξαφνικά από το λήθαργο μου.Τα χιόνια της τηλεόρασης, μόνο φως στο σκοτεινό θάλαμο, «βομβάρδισαν» τη νυχτερινή οπτασία.Ένα πανέμορφο πρόσωπο με μεγάλα σχιστά μάτια και ένα γελαστό καλοσχηματισμένο στόμα στέκονταν από πάνω μου ζητώντας μου τσιγάρο.
Το ξάφνιασμα δεν επέδρασε οτην έντονη στύση μου από την απογευματινή δράση της Αλίκης, που διαγραφόταν κάτω από το σεντόνι.Ό,τι κατόρθωσα να δω στην προσπάθεια μου να αναγνωρίσω τη νυχτερινή επισκέπτρια, ήταν δυο υπέροχα ψηλά πόδια που ξεχύνονταν από τη μίνι φούστα της και δυο βαριά στήθη που υπερχείλιζαν από το στενό μπλουζάκι.Σχεδόν ξέχασα ότι ήμουν κατάκοιτος, με σπασμένα κόκαλα και η απότομη κίνηση μου προς το τραπεζάκι με τα πράγματά μου μ' έκανε να αφήσω μια κραυγή που τρόμαξε τη νεαρή γυναίκα.«Ηρέμησε, θέλεις να φωνάξω τη νοσοκόμα;» με ρώτησε ενώ μου έπιανε το κεφάλι.
Ο πόνος ανάγκασε κάποια δάκρυα που κρατιόνταν πεισματικά να βγουν και να δροσίσουν τον άσπρο μπούστο που χρησιμοποιούσα σαν μαξιλάρι. Όταν ξέσπασε η κρίση μου, η Ντανιέλα, έτσι την έλεγαν, είχε καθίσει δίπλα μου και μου χάιδευε τα μαλλιά, το πρόσωπο, το λαιμό, μου έβρεχε με βαμβάκι τα χείλη... Αν και έτρεμα ακόμα αισθανόμουν το χέρι μου να ακουμπά σε κρύα σάρκα. Το χέρι μου, άγνωστο πώς, είχε τρυπώσει χαμηλά στα γόνατα της Ντανιέλα, που είχε ανέβει σχεδόν επάνω στο κρεβάτι. Όταν η στύση μου δεν μπορούσε να κρυφτεί πλέον, της ζήτησα συγνώμη, τραβώντας απότομα τα χέρια μου και ζητώντας από την απόσμενη φίλη να φύγει. Για απάντηση, κάθισε πιο αναπαυτικά και έβαλε το χέρι μου, πιο βαθιά στα πόδια της. Με θάρρος πια, προχώρησα προς τη συμβολή των μηρών της, ώσπου συνάντησα μια κιλότα εξαιρετικά απαλή. Την ίδια στιγμή, το χέρια της άρχισαν την περιπλάνηση τους χαμηλά στην κοιλιά μου. Γρήγορα τα έμπειρα δάχτυλα της έδωσαν τη θέση τους στο στόμα της, που λαίμαργα πήρε βαθιά το πρησμένο από τη στέρηση και αναμονή όργανο μου. Δεν μ' ενδιέφερε τίποτα. Δεν υπήρχε ούτε νοσοκομείο, ούτε άλλα κρεβάτια γύρω μου, ούτε κάταγμα. Τίποτα. Σημασία είχε μόνο το στόμα της που ανεβοκατέβαινε οτο πέος μου και ρουφούσε αργά και ηδονικά τους δυο μήνες απραξίας... Όταν τα δάχτυλα μου παραμέρισαν την κιλότα, συνάντησα το χείλη του αιδοίου της, που υγρό περίμενε να ικανοποιηθεί μόνο από τα δάχτυλα μου. Η ακινησία ήταν προϋπόθεση για να μπορέσει η λεκάνη να ξαναδέσει. Όσο προχωρούσαν τα μουσκεμένα μου δάχτυλα στην εξερεύνηση της ηδονικής σχισμής, τόσο η Ντανιέλα επιτάχυνε το ρυθμό της. Ο οργασμός μου συνοδεύτηκε από έναν οξύ πόνο στη μέση μου, που αδιαφορούσε για το ορθοπεδικό μου πρόβλημα και ενδιαφερόταν μόνο να γεμίσει με τα υγρά μου το υπέροχο στόμα.
«Δεν πρέπει να αφήσουμε σημάδια, οι νοσοκόμες θα σοκαριστούν αύριο», άκουσα τη γελαστή φωνή χαμηλά στο στομάχι μου. Το γλυκό μούδιασμα από τη γλώσσα της που μετρούσε σιγά, βασανιστικά όλη την περιοχή, ήταν η τελευταία σκηνή που θυμόμουν το άλλο πρωί όταν ξύπνησα. Ήταν όνειρο, σκέφτηκα. «Έφεραν αυτά τα λουλούδια για σας», άκουσα τη φωνή της κοντούλας νοσοκόμας, που στεκόταν δίπλα στο κρεβάτι με το πονηρό της χαμόγελο. Ξαφνιάστηκα. Η κάρτα όμως που τα συνόδευε, με σόκαρε. «Θα τα πούμε απόψε, Ντανιέλα. ΥΓ. Ως τότε φρόνιμος...». Δεν ήταν δυνατόν. Όλα όσα είχαν γίνει και θα... ξαναγίνονταν, ήταν πραγματικότητα. Οι δείκτες στο ρολόι είχαν κολλήσει πεισματικά. Είχε πάει ήδη 11.00. Δεν Θα ερχόταν. Χίλιες σκέψεις πλημμύρισαν το μυαλό μου. Ποια ήταν, για ποιον ερχόταν. Το κυριότερο, θα ερχόταν απόψε; Όταν πλέον δεν άντεχα τις μαύρες σκέψεις να κυριεύουν το κουρασμένο μου μυαλό, αποφάσισα να κλείσω τα μάτια μου. Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει, όταν μέσα στον ύπνο μου αισθάνθηκα δυο χέρια να παίζουν απαλά, γλυκά το όργανο μου, πιέζοντας κάθε λίγο τη βάση του, στέλνοντας διάφορα μηνύματα στα νεύρα μου... Η πρώτη εικόνα που αντίκρισα ήταν το πρόσωπο της Ντανιέλας να χαμογελά κοντά στο πρόσωπο μου.
Ένα παρατεταμένο φιλί δεν μ' άφησε περιθώρια αντίδρασης. «Σε θέλω, όπως και να μπορείς», μου ψιθύρισε την ίδια ώρα που ανέβαινε στο κρεβάτι προσεκτικά για να μη με κουνήσει. Αφού στηρίχτηκε στο μπράτσο που κρεμόταν πάνω από το κρεβάτι μου για να με διευκολύνει στις ελάχιστες... επιτόπιες μετακινήσεις μου, ακούμπησε απαλά πάνω στο όργανο μου, χωρίς όμως να καθίσει επάνω του. Το φουστάνι της είχε απλωθεί γύρω από την κοιλιά μου, κρύβοντας από τα ανεπιθύμητα μάτια την "ακατάλληλη» σκηνή. "Μην κουνιέσαι θα τα κάνω όλα μόνη μου», άκουσα την τρεμουλιαστή φωνή της. Είχα αφεθεί εντελώς. Τα χέρια μου δεν τολμούσαν να κινηθούν. Όλα γύριζαν γύρω μου. Η αρμονική της «βόλτα" πάνω στο πέος μου έστελνε δεκάδες μηνύματα στις αισθήσεις μου και τόνους ιδρώτα στο πρόσωπο μου. Όταν αισθάνθηκα τα χείλη του αιδοίου της να σφίγγουν το κεφάλι του πέους μου, έχυσα με δύναμη μαζί με μια κραυγή, σπάζοντας την ησυχία του θαλάμου, που γρήγορα θα αντιλαμβανόταν την παρουσία της Ντανιέλας. Εκείνη, όμως, ψύχραιμη, κατέβηκε από το κρεβάτι, με φίλησε στο στόμα και αφού με μια πετσέτα μου σκούπισε τον ιδρώτα, απομακρύνθηκε χωρίς να πει λέξη.
Ό,τι συνέβαινε ήταν απίστευτο. Οι μέρες που θα ακολουθούσαν θα 'ταν ένα όνειρο, μια φαντασία. Για τις υπόλοιπες 13 μέρες μέχρι να βγω, η Ντανιέλα θα ερχόταν να με δει κάθε μέρα, χαρίζοντας μου ατέλειωτες στιγμές ηδονής. Για την Ντανιέλα δεν θα μάθαινα ποτέ τίποτα. Η «σειρήνα» μου θα χανόταν για πάντα από τη ζωή μου. Δεν προσπάθησα να την ψάξω ποτέ.Ίσως να ήθελε να γίνει έτσι...