Η ΚΟΥΝΙΑΔΑ ΜΟΥ ΤΟ ΞΕΚΩΛΟ
Αυτό που κείνο το καλοκαίρι στο χωριό έμαθα είναι ότι ο έρωτας είναι ύπουλος εχθρός. Λανθασμένος σύμβουλος. Ένας φακίρης που όταν παίζει τον αυλό σε κοιμίζει. Αν πετάξεις ψηλά και σταματήσει απότομα θα σε τσακίσει. Εν τέλει θα γελάσει και μαζί σου. Έτσι ένα απόγευμα που η Κυριακή έφυγε για το σπίτι μας στην πρωτεύουσα, εγώ και η αδελφή της μείναμε μόνοι και αμίλητοι τουλάχιστον για μία ώρα. Δήθεν ασχολίες βοήθησαν σε αυτό.
Μέχρι τώρα το παιχνίδι εξελισσόταν εκ του ασφαλούς. Στο υπερπέραν της φαντασίας μας. Μπορεί και πιο κάτω. Πολλές φορές στο κρεβάτι το καυλί μου πηδούσε την χείρα με τα πέντε ορφανά, σε ένα ιδιότυπο όργιο μαλακίας, με θέα το υποσυνείδητο μου, που το είχε καταλάβει χωρίς καμιά μάχη η αδελφή της γυναίκας μου. Εκείνη πάλι έχωνε (όπως αργότερα μου είπε ) τον αγαπημένο της Γουίλι –ναι, από το ομώνυμο έργο- τον μεγάλο και κόκκινο δονητή της, φαντασιούμενη το καυλί μου, και όχι μόνο. Η φαντασία της μικρής κρυφής μου αγάπης προχώρησε πιο πολύ. Ανάμεσά μας να ήταν και η αδελφή της. –Ναι, Αγγελέ μου, να μας πηδάς και τις δύο. Τις δύο αγαπημένες αδελφές. Να είμαστε οι πόρνες σου και συ ο νταβατζής μας. Να αισθάνεσαι τις δύο τρυπούλες μας σαν μία. Τώρα ήταν η ώρα να φύγω από την χώρα του ιδεατού και ζήσω το ηδονικό παρών μου. Με δόξα και τιμή.
Οι σκέψεις μου εξαφανίστηκαν όταν την απόλυτη σιγή του σπιτιού διατάραξε η βρύση του ντους. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Επιτέλους μια ακόμα πόρτα ερμητικά κλειστή είχε ανοίξει. Το νερό κυλούσε, λες και ανέβλυσε από τα μακριά μαλλιά της. Έτρεχε σαν χείμαρρος στα μικρά της στήθη, γλείφοντας τα. Περνούσε από τη δασύτριχη φωλίτσα της αφήνοντας μια απαλή ικμάδα και κατέληγε στο πάτωμα. Στάθηκα να θαυμάσω τι φτιάχνει η φύση. Καρδιοχτύπι. Την αγαπώ. Την λατρεύω. Την θέλω. Την θέλω δική μου. Μόνο δική μου. Με κοίταξε. Τα λευκά δοντάκια της φάνηκαν όταν μου κρυφογέλασε. Σαπούνισε το μουνάκι της. Οι τριχούλες άσπρισαν. Χιόνι παντού. Το νερό έτρεχε επίμονα. Η πούτσα μου στάθηκε όρθια. Το εξόγκωμα στο σορτς έκδηλο επιβράβευε το κάλος που ήταν αντίκρυ μου. Πλησίασα. Γδύθηκα. Πήρα το σφουγκάρι από τα χέρια της. Έτριψα τα βυζιά της με αργές ρυθμικές κινήσεις. –Σ΄αγπώ. Σε θέλω. Επιτέλους δεν ονειρεύομαι. Εκείνη αμίλητη. Απλά κοίταζε. Απολάμβανε. Τα χέρια μου έτριψαν τη φωλίτσα της. Ήθελα κυριολεκτικά να το καταβροχθίσω. Τη γύρισα να κοιτά τον τοίχο. Σαπούνισα τις καμπύλες τις, την παρθένα κωλοτρυπίδα της.
Έμοιαζε να το χαίρετε. Αναστέναξε ζωηρά. Σκεφτόταν τη συνέχεια. Είμαι σίγουρος γι αυτό. Τόσο καιρό περίμενε καρτερικά. Περίμενε σιωπηρά. Όταν κάποτε το χέρι μου έπιασε το κωλαράκι της πάνω από το ανοιχτόχρωμο τζιν, εκείνη απλά με κοίταξε τραβώντας με απαλά. Όταν τη φίλησα στο μάγουλα γλύφοντάς την απαλά εκείνη με φίλησε ψιθυρίζοντας είσαι αλητάκι και όταν στο Χολ του σπιτιού μου στην πρωτεύουσα την στρίμωξα χούφτωσε με δύναμη τ΄ αρχίδια τον πούτσο και μου που είχε σηκωθεί με το που την είδα.
Όταν τη σκούπισα την έπιασα στα χέρια. Φιληθήκαμε παθιάρικα. Την ξάπλωσα στο μπλε καναπέ που κοιτάζει στην θάλασσα. Έβαλα ποτό. Τίποτα δεν έδειχνε να μας βιάζει. Το ήπιε μονορούφι. Στο στέρεο έβαλα τη «γαρδένια» του Τερλέγκα Αυτός θα τραγουδούσε όσα ήθελα να της πω. Οι γλώσσες μας ψηλάφιζαν η μία την άλλη τουλάχιστον ένα τέταρτο. – Είμαι βίαιος, τής είπα. – Το ξέρω, μου απάντησε. –Είμαι πρόστυχος. – Το ξέρω. Απόρησα μα δε ρώτησα. Σηκώθηκα και της πρόσφερα το καυλί απλόχερα. Έγλυψε τα αρχίδια μου και μου είπε, δες με σαν πουτάνα. Πήρε το καυλί μου στο στόμα.
-Επιτέλους, φώναξα. Αρχισα να την πηδάω από το στόμα. Σιγά στην αρχή γρήγορα μετά. Είσαι πιο πουτάνα και από την αδελφή σου αγάπη μου. Θα σε κάνω να μην μπορείς να γαμηθείς για μήνα ξεδιάντροπο πορνίδιο. Σε σκίζω, σε σκίζω, σε σκίζω, σε σκίζω, σε σκίζω. Το παρθένο στόμα σου κι κώλος πρέπει να δαμαστούν. Κι όλο της το έχωνα, ενώ αυτή έσφιγγε τα πόδια μου μέχρι που έχωσε τα νύχια της και μάτωσα. Στο παραλήρημα μου ούτε που το κατάλαβα.
Τελικά τα χύσια μου δεν άργησαν να δώσουν την πρώτη χαρά και στην γλυκιά μου Γιώτα.. Πασαλείφτηκε μόνης της. Σαν μάσκα προσώπου. Πασάλειψε το πρόσωπό της. Έγλειψε τα ακροδάχτυλά της. Ήθελε να τα γευτεί. -Διψώ μου είπε. Διψώ από εσένα Αγγελε. Πήγε ξανά στο μπάνιο και πλύθηκε. Έφτιαξα καφέ και περίμενα τον γυρισμό της σαν ελάφι που είχε μέρες να πιει νερό. Μετά από δέκα λεπτά με φώναξε. Πήγα στο μπάνιο. Το καυλί μου περήφανο στητό, έτοιμο να τις γαμήσει κάθε τρύπα του κορμιού της.
Μου έδωσε το ξυράφι της αδελφής της και μου είπε να της ξυρίσω το μουνάκι. Το πήρα και άρχισα να της ξυρίζω τις μαύρες τις τριχούλες. Με χάιδευε απαλά στα μαλιά. Το κωλοδάχτυλό της μπήκε να εξερευνήσει το στόμα μου. Εγώ την ξύριζα απαλά. Όταν τελείωσα την έπλυνα και έγλυψα το ζουμερό τρυπαλάκι της. Εκείνη άρχισε να κουνάει ρυθμικά Την τρέλαινε. Έχυσε σε λίγα λεπτά. Βγήκε και πήγε στο δωμάτιο. Έβαλε τις ζαρτιέρες της γυναίκας μου. Θέλω να με γαμήσεις πρόστυχα. Με τα εσώρουχα της τσούλας σου. Θέλω να την κερατώσεις. Έσκυψα και την ξανάγλυψα τρελαμένα. Το μυαλό μου είχε σαλέψει.
Θα της το πείς πως με γάμησες? είπε μέσα στο παραλήρημα. Θα μας γαμήσεις και τις δυό? Μήπως γάμησες και την Ρίτα την χοντρή? Είναι κι αυτή αδελφή μας. Της Ρίτας όμως είχα πηδήξει την κόρη. Την ανιψιά μου με το καυλιάρικο βλέμμα. Σηκώθηκα. Θα σε γαμήσω όπως γαμάω την αδελφή σου. Έχωσα το καυλί μου στη τρυπούλα της και σκλήρηξε. Μπαινόβγαινα σαν ταύρος. Την έβριζα ασύστολα. Φώναζε δυνατά, πήδα με γαμιά μου, πήδα με καριόλη, πήδα με πουσταρά μου, είμαι πουτάνα, όλο το νησί με χει ξεκωλώσει, είμαι πουτάνα, πιο δυνατά γαμημένε κερατά, είσαι κερατάς ρουφιάνε. Πιο δυνατά γαμώ τον κώλο σου πιο δυνατά.
Εγώ της τον έχωνα όλο και πιο γρήγορα αλλά αυτή ήθελε όλο και πιο πολύ, είμαι αχόρταγο μουνί, είμαι αχόρταγο τσουλί, κιάλο κιάλο μη σταματάς, ωραία αχου ωραία μη σταματάς έτσι, ναι ωραία, χυ, χυ, χύ, χύ, χύνω μωρό μου, χύνω. Η λεκάνη της συσπάστηκε βγήκα γρήγορα γρήγορα και της έχυσα στα βυζάκια, εκεί που αρέσει να χύνω και στην γυναίκα μου. Έπεσα ξερός. Εκείνη είχε κλειστά τα μάτια και πασάλειβε τα χύσια μου σε όλο το κορμί της.
Γέλασε χαρούμενα. Είμαι τελικά πολύ πουτάνα μου είπε. Μου αρέσουν πολύ οι πουτάνες της απάντησα Και η αδελφή σου πουτάνα είναι στο κρεβάτι. Φωτιά σαν και σένα. Μοιάζετε πολύ. Την φίλησα. Σ΄ αγαπώ της είπα. Αγαπώ και την αδελφή σου. Σας θέλω και τις δυό σαν κολασμένος. Μου έπιασε το καυλί. Το έπαιξε για λίγο και έκυψε να το ρουφήξει. Έγλυψε τα αρχίδια μου καμπόση ώρα. Μετά σιάλωσε καλά την πούτσα μου και την κωλοτρυπίδα της. Με φίλησε. Κάπου κάπου θα βρισκόμαστε Αγγελε. Γύρισε την πλάτη της.
Γύρισα και γω πλάι. Τρίψε μου τα βυζιά να ανοίξει μου είπε. Τουλάχιστον το ξεπαρθένιασμα του κώλου μου σου ανήκει. Της έγλυψα το αυτί και την γύρω περιοχή ενώ τα χέρια μου έτριβαν τις ρόγες τις. Το καυλί μου απαλά απαλά πολιορκούσε την πιο στενή τρυπούλα του κορμιού της. Με αργές κινήσεις έμπαινε λίγο λίγο. Ένα αχ πόνου αιωρήθηκε στην ατμόσφαιρα. Προφυλακτικό δεν φορούσα γιατί δεν είχα, αλλά και δεν ήθελα να χάσω αυτή την χαρά. Τρίβε τα μωρό μου τρίβε τα να ανοίξει ψιθύρισε, θέλω να με σκίσεις το καταλαβαίνεις? Το καυλί μου μπήκε σχεδόν όλο. Σιγά, σιγά πονάω. μου είπε.
Συνέχισα με πολύ αργές κινήσεις μέχρι που το συνήθισε. Οι κινήσεις έγιναν πιο γρήγορες. Πήδα με γαμιά μου, βρίσε με μωρό μου, βρίσε με. Πουτάνα πάρτο γαμώ το μουνί της μάνας σου, πάρτον καριόλα, ναι ναι μου απάντησε είμαι είμαι πουτάνα, σκί, σκί, σκίσε με.
Οι κινήσεις αγρίεψαν, είναι πολύ ωραίο μη σταματάς, μ΄αρέσει τσίριξε και τράβηξα το καυλί μου χύνοντας τα πόδια της τα σεντόνια μέχρι και το πάτωμα.. Χύσε μωρό μου χύσε μου είπε και γύρισε να φιληθούμε. Την χάιδεψα και εκείνη τρυφερά, τόσο τρυφερά που ένοισα τόσο ευτυχισμένος όσο νομίζω ποτέ,. μου είπε μου αρέσει να χύνεις. Κάναμε μπάνιο μαζί και πήγαμε να ντυθούμε. Βγήκαμε έξω για φαγητό το απόγευμα και το βράδυ μου έλιωσε το καυλί με μια πανέμορφη πίπα και κοιμηθήκαμε στα δωμάτιά μας χωριστά για παν ενδεχόμενο.
Από τότε τρις φορές το επαναλάβαμε μέχρι σήμερα αφήνοντας το χρόνο να κάνει την δουλειά όπως αυτός ξέρει. Να αναζωογονεί και να φουντώνει το ακόλαστο πάθος μας