Η Μαρία και η Σοφία
"Είναι κάτι μαλάκες που μας κολλάνε ώρα τώρα" είπε η Σοφία.
Η Μαρία χασμουρήθηκε. Είχαν περάσει τα διόδια και το τζιπ τις πλεύρισε από δεξιά. Η Μαρία παρατηρούσε αφηρημένα ότι ήταν ένα βυσσινί Τσερόκι. Κοίταξε ψηλότερα, στο παράθυρο του οδηγού και τότε στο εσωτερικό φως που άναψε διέκρινε το πρόσωπο εκείνου, του αντιπαθητικού συνεπιβάτη. Της χαμογελούσε με έναν τρόπο που τον έκανε περισσότερο απωθητικό.
Αισθάνθηκε ένα σφίξιμο στο στομάχι και γύρισε προς την φίλη της. "Πάτα γκάζι, της φώναξε, αυτός ο μαλάκας ήταν μαζί μου στο αεροπλάνο, από την πτήση μου κολλάει!"
"Και δεν είναι μόνος του, συμπλήρωσε η Σοφία. Είναι τέσσερις στο αυτοκίνητο".
Σε λίγο πίστευαν πως είχαν απομακρυνθεί. Σχεδόν τους ξέχασαν με τη συζήτηση και την προσδοκία να φτάσουν και να ξαποστάσουν στο σπίτι του Αντρέα. Όμως δεν είχαν φάει τίποτε. Το "Γκούντυ'ς" στα δεξιά του δρόμου τους θύμισε την πείνα τους. Πάρκαραν και η Μαρία κατέβηκε να φέρει φαγητό. Το μαγαζί ήταν σχεδόν άδειο και πολύ σύντομα βρέθηκε πάλι να περπατάει προς το Φορντ Φόκους της φίλης της. Εκεί όμως την περίμενε μια έκπληξη. Αντί για την Σοφία, στη θέση του οδηγού καθόταν ο άγνωστος! Η σακούλα με το φαγητό βρέθηκε στο έδαφος, καθώς ένα χέρι από πίσω έκλεινε το στόμα της Μαρίας και ένα άλλο την έσπρωχνε στο πίσω κάθισμα. Έπεφτε αισθανόμενη πίσω της κάποιον να τη σπρώχνει. "Αν φωνάξεις μαλακισμένη, θα σε σκίσω, κατάλαβες", άκουσε μια φωνή πίσω της καθώς το χέρι έφευγε από το στόμα της.
"Τι της κάνατε;" ρώτησε ξέπνοα.
"Της φίλης σου; ακούστηκε η φωνή του οδηγού. Μην ανησυχείς, την έχουν τα παιδιά στο τζιπ. Θα περάσουμε καλά όλοι μαζί!"
Ριγμένη στο δάπεδο δεν έβλεπε πού πήγαιναν.
Κάποτε το αυτοκίνητο σταμάτησε. Την τράβηξαν έξω. Ο απαγωγέας της μίλησε αδιάφορα. "Τώρα μπορείς να φωνάζεις όσο θέλεις. Δεν πρόκειται να σε ακούσει κανείς". Βρίσκονταν στο κήπο μιας απομονωμένης αγροικίας. Τίποτε δεν φαινόταν ούτε ακουγόταν γύρω. Οι δύο άντρες έπιασαν τη Μαρία από τα χέρια και την οδήγησαν μέσα. Εκεί στη μέση του δαπέδου ήταν ριγμένη μπρούμυτα η Σοφία και γύρω της τρεις άντρες. Δύο στην ηλικία των δύο απαγωγέων της, γύρω στα 30 και ένας πενηντάρης. Ο τελευταίος κρατούσε το χέρι του. "Η πουτάνα με δάγκωσε" φώναζε γεμάτος οργή. Η Μαρία είδε τότε πως τα χέρια της Σοφίας ήταν δεμένα πίσω από την πλάτη της με χειροπέδες. Έντρομη γύρισε στους απαγωγείς της. Ο άγνωστος του αεροπλάνου της χαμογέλασε: "Θα μπορούσαμε να είμαστε φίλοι, της είπε. Αλλά εσύ με περιφρόνησες. Εγώ θα πάρω αυτό που θέλω. Θα μπορούσε να είχε γίνει πιο εύκολα και πιο ευχάριστα για σένα."
Στο μεταξύ, δύο νεαροί που ήταν ήδη στο δωμάτιο είχαν σηκώσει την Σοφία και ξέσκιζαν τα ρούχα της. Κρύος ιδρώτας περιέλουσε τη Μαρία. Αισθανόταν τα πόδια της αδύναμα. Να μην την κρατούν.
Μια σπαρακτική κραυγή ακούστηκε στο δωμάτιο. Ο πενηντάρης εμφανίστηκε πάλι με μια βέργα στο χέρι και απότομα άρχισε να καταφέρνει χτυπήματα στο γυμνό κορμί της Σοφίας.
"Να μάθεις πουτάνα να φέρεσαι. Τι θα σου κάναμε; Θα σε γαμάγαμε".
Κάθε φράση τονιζόταν μ' ένα χτύπημα που άφηνε το κόκκινο σημάδι του στο δέρμα της κοπέλας. "Τώρα και θα σε κάνω εγώ να έχεις τρόπους. Εμπριμέ θα σε κάνω παλιοκαργιόλα. Και θα σε γαμήσω κιόλας". Οι δύο νεαροί τράβαγαν την Σοφία στο διπλανό δωμάτιο κι ο άλλος ακολουθούσε με τη βέργα στο χέρι συνεχίζοντας τη. διάλεξή του.
Η Μαρία αισθανόταν το έδαφος να υποχωρεί κάτω απ' τα πόδια της, αλλά την κρατούσε από τα μπράτσα ο δεύτερος απ' τους απαγωγείς της που στεκόταν πίσω της.
Ο άγνωστος του αεροπλάνου στεκόταν τώρα μπροστά της και με το αριστερό χέρι κράταγε το σαγώνι της, έτσι που να την κάνει τον κοιτάει. Της χαμογελούσε δείχνοντας δυο σειρές κανονικά και πολύ άσπρα δόντια.
Ξαφνικά η Μαρία αισθάνθηκε να της κόβεται η αναπνοή και διπλώθηκε από τον πόνο. Ο άγνωστος της είχε καταφέρει μια γροθιά στο στομάχι. Έτσι διπλωμένη αισθάνθηκε τα χέρια του στη μέση της ν' αρπάζουν μαζί το παντελόνι και την κυλότα της και να τα τραβούν. Τα πόδια της βρέθηκαν οριζόντια στο αέρα καθώς το παντελόνι γύριζε ανάποδα κι ο άγνωστος συνέχιζε να το τραβάει. Η Μαρία μόλις συνειδητοποιούσε πως από το διπλανό δωμάτιο συνέχιζαν να ακούγονται οι κραυγές αγωνίας της Σοφίας και τα χτυπήματα της βέργας πάνω στο σώμα της. Συνεχιζόταν κι η διάλεξη του βασανιστή της, αλλά η Μαρία δεν ξεχώριζε πια τα λόγια του.
Στεκόταν τώρα γυμνή απ' τη μέση και κάτω κι ο άγνωστος τράβηξε τη μπλούζα της σκίζοντάς την εμπρός κι αποκαλύπτοντας τα βυζιά της. Ο δεύτερος χαλάρωσε το κράτημά του πιάνοντας και τραβώντας τα κουρέλια της μπλούζας της κι η Μαρία χωρίς να το καλοσκεφτεί έκανε να ξεφύγει. Ήταν τώρα τελείως γυμνή αφού τα υπολείμματα της μπλούζας της έμειναν στα χέρια του άντρα που την κρατούσε και βρέθηκε να πέφτει καθώς ο άγνωστος του αεροπλάνου την τράβαγε. Πεσμένη κάτω και διπλωμένη στα δύο η Μαρία τον άκουγε σαν σε όνειρο να φωνάζει: "Πού νομίζεις ότι πας βρωμόμουνο; Αγνόησες τον Παντελή και νομίζεις ότι αυτό θα περάσει έτσι."
Η κοπέλα κουλουριάστηκε ακόμη περισσότερο κι έφερε τα χέρια γύρω απ' το κεφάλι της ενώ οι απαγωγείς της κλώτσαγαν ταυτόχρονα σε διάφορα σημεία του κορμιού της. Στην κατάσταση αυτή η Μαρία δεν κατάλαβε πότε σταμάτησαν οι φωνές της Σοφίας απ' το διπλανό δωμάτιο.
Σαν υπνωτισμένη και με το κορμί της να πονάει ολόκληρο αισθάνθηκε να την πιάνουν από τους καρπούς και τους αστραγάλους, να την τεντώνουν και να τη γυρίζουν μπρούμυτα. Ένα χέρι την άρπαξε από τα μαλλιά και την υποχρέωσε να σηκώσει το κεφάλι της για να δει τον Παντελή να βγάζει τα ρούχα του. Ήταν πράγματι γυμνασμένος με σφιχτό σώμα και όμορφα διαγραφόμενους μύες. Θα μπορούσε να ήταν ελκυστικός αν τα μάτια του δεν έδειχναν τόση κακία.
Η Μαρία αισθάνθηκε να της ανοίγουν τα πόδια ενώ αυτός που της τραβούσε τα μαλλιά άλλαξε θέση και κρατούσε τώρα τα χέρια της πάνω στο πάτωμα. Καταλάβαινε πως ήταν τώρα τρεις που ασχολούνταν μαζί της.
Από διαίσθηση περισσότερο κατάλαβε πως ο Παντελής γονάτιζε ανάμεσα στ' ανοιχτά μπούτια της.
"Αν ήσουνα καλό κορίτσι τώρα θα σε γαμούσα" άκουσε τη φωνή του και ταυτόχρονα αισθάνθηκε έναν πόνο και τσούξιμο, καθώς η ζωστήρα που κρατούσε σφύριξε στον αέρα κι έπεσε στον κώλο της. Ακόμα σαστισμένη απ' τον πόνο τον αισθάνθηκε να της ανοίγει τα κωλομέρια και απότομα να βάζει δύο δάχτυλα μαζί στην κωλοτρυπίδα της. Ίσα που τα αισθάνθηκε και τραβήχτηκαν. Τώρα ο Παντελής έπεφτε επάνω της και η άκρη του καυλιού του ακουμπούσε στην ελάχιστα προετοιμασμένη κωλοτρυπίδα της.
Ένας οξύς πόνος αλλά και ρίγος ταυτόχρονα τη διαπέρασε όταν με μια απότομη κίνηση ο πούτσος του μπήκε μέσα της και αδιαφορώντας για τις κραυγές και τα παρακάλια της άρχισε να την ξεκωλιάζει βίαια. Κάποιες φορές αισθανόταν στιγμιαία ανακούφιση όταν τραβιόταν απαλά προς τα έξω, αλλά αμέσως μετά έπεφτε πάνω της και το καυλί του χωνόταν απότομα μέχρι τέρμα στο κώλο της. Κι όμως ήταν κάποιες απ' αυτές τις στιγμές που μια περίεργη αίσθηση εδημιουργείτο μέσα της. "Δεν είναι δυνατόν" έλεγε και ξανάλεγε στο ζαλισμένο μυαλό της. "Δεν μπορεί αυτό να μου προκαλεί ίχνος έστω ηδονής!".
Κάποτε ο Παντελής τραβήχτηκε και σηκώθηκε. Αυτοί που την κρατούσαν τη γύρισαν ανάσκελα. Ο βιαστής της κάθισε πάνω στο στήθος της και κατηύθυνε το καυλί του προς το στόμα της. Μια αίσθηση αηδίας την κατέλαβε καθώς η σκέφτηκε από πού είχε μόλις βγει αυτός ο πούτσος. Έσφιξε κλειστά τα χείλη της και προσπάθησε να γυρίσει. Όμως ο Παντελής της έφραξε την μύτη και κρατώντας την από εκεί την υποχρέωσε να γυρίσει μπροστά. Αναγκαστικά, τα χείλη της άνοιξαν αναζητώντας αέρα. Και τότε δυο χέρια έπιασαν τα σαγώνια της και τα κρατούσαν ανοιχτά ώστε ο πούτσος του Παντελή ν' αρχίσει να γαμάει το στόμα και το πρόσωπό της. Νόμιζε πως θα της ερχόταν εμετός όταν τα ψωλοχύματά του σε μεγάλες ποσότητες άρχισαν να τη μπουκώνουν. Άλλα κατάπινε, άλλα ξεχείλιζαν το πρόσωπό της, άλλα την έπνιγαν. Μέχρι που αυτός σηκώθηκε από πάνω της και μπόρεσε να ανασηκωθεί και να βρει την ανάσα της.
Όχι όμως για πολύ. Ο Πάντελής κι ένας ακόμη της σήκωσαν τα πόδια στον αέρα. Ο τρίτος άρχισε να γαμάει το μουνί της. Η Μαρία τον δεχόταν απαθής, μέχρι που μια κλωτσιά στα πλευρά την έκανε να τιναχτεί. "Ανταποκρίσου μωρή πουτάνα" φώναξε ο Παντελής κι αμέσως δεύτερη κλωτσιά, στο πρόσωπο αυτή τη φορά. Ο δεύτερος βιαστής είχε σηκωθεί και την έχυνε στο πρόσωπο ενώ ένας τρίτος είχε πάρει τη θέση του στο μουνί της. Νόμιζε πως δεν θα τελείωνε ποτέ. Τέσσερεις άντρες είχαν γαμήσει βίαια το μουνί της εκτός από τον Παντελή που την είχε πάρει από τον κώλο. Κι έπρεπε σε όλους να δείχνει πως ανταποκρίνεται. Αλλοιώς χτυπήματα και κλωτσιές της το θύμιζαν.
Είχε μείνει στο πάτωμα εξουθενωμένη. Χύσια είχε στο πρόσωπο και στο στήθος της. Όμως το μαρτύριο δεν είχε τελειώσει. Καυλωμένος πάλι ο Παντελής έπαιρνε θέση γονατιστός ανάμεσα στα μπούτια της. Την τράβηξε προς το μέρος του κι έχωσε τον πούτσο του στο μουνί της. Γιατί αυτός ο άνθρωπος της άγγιζε ευαίσθητες χορδές; Υπέμεινε το βιασμό από τους άλλους, αλλά τώρα που ο πούτσος του την κάρφωνε και πάλι μια πρωτόγνωρη ηδονή φούντωνε μέσα της. Το κορμί της, την πρόδινε. "Τη βρίσκεις παλιοκαργιόλα;" φώναξε αυτός με φανερή ικανοποίηση. Και συνέχισε να τη γαμάει μέχρι που, για δεύτερη φορά, της έδωσε τα χύσια του, τώρα στο μουνί της.
Την άφησε να αισθάνεται ένα κενό καθώς τραβήχτηκε από μέσα της κι άφησε το σώμα της να πέσει. Ασυναίσθητα έφερε το χέρι της στο μουνί της κι άρχισε να το χαϊδεύει.
"Βλέπετε την γαμιόλα" άκουσε τη φωνή του Παντελή "και μας έκανε τη δύσκολη.".
"Αρκετά για τώρα" είπε κάποιος "να την πάμε μαζί με την άλλη και τις περιλαβαίνουμε το πρωί".
Όμως ο Παντελής διαφώνησε. "Αυτή η καριόλα με περιφρόνησε. Δεν θα την αφήσω έτσι".
Την άρπαξε από τα μαλλιά και την υποχρέωσε να σηκωθεί. Την τράβηξε έξω από το σπίτι σε ένα παράπηγμα. Ο Παντελής την πέταξε μέσα κι έκανε να φύγει. Κοντοστάθηκε. Έβαλε μια φωνή στους άλλους να έρθουν και ξαναμπήκε. Άρπαξε τη Μαρία από τα μαλλιά και την υποχρέωσε να σταθεί στα γόνατα. Κρατώντας το κεφάλι της προς τα πάνω πλησίασε το πρόσωπό της στην πούτσα του. Η Μαρία έκανε να τραβηχτεί. Τότε ήταν που άνοιξε η πόρτα και φάνηκαν οι άλλοι που άφηναν επιφωνήματα επιδοκιμασίας.
Με το που την άφησε ο Παντελής η Μαρία άκουσε ένα οξύ σφύριγμα στον αέρα κι ένιωσε έναν απότομο πόνο στην ωμοπλάτη. Πάνω της στεκόταν ο πενηντάρης με τη βέργα με την οποία νωρίτερα χαράκωνε το κορμί της Σοφίας.
"Άνοιξε το στόμα σου καριόλα και μην τολμήσεις να το κλείσεις όσο σε πιπώνουμε γιατί θα σε κάνω πιο εμπριμέ απ' την φίλη σου".
Μόλις εκείνη τη στιγμή η Μαρία καταλάβαινε πως δεν είχε ιδέα, τι είχε συμβεί στην Σοφία. Δεν πρόλαβε όμως να το σκεφτεί. Ένα δεύτερο χτύπημα από τη βέργα της έδωσε να καταλάβει πως ασυναίσθητα το στόμα της έκλεινε. Υποτακτικά το άνοιξε όσο μπορούσε τη στιγμή που ο πρώτος άντρας άρχισε να χύνει πάνω της. Και μετά απ' αυτόν κι οι άλλοι τρεις. Μετά ξαναμπήκε ο Παντελής. Της πέρασε μια θηλιά στο λαιμό και έδεσε την άλλη της άκρη σε ένα ξύλο στον τοίχο. Της έδεσε και τα χέρια πίσω και την έσπρωξε να πέσει στο έδαφος. Ανήμπορη να κινηθεί η Μαρία έμεινε εκεί μέχρι το πρωί.
Δεύτερος γύρος
Το πρωινό ξύπνημα της φύσης βρήκε τη Μαρία ναρκωμένη, ουσιαστικά με χαμένες τις αισθήσεις, σαν να προσπαθούσε το σώμα της, γυμνό και παγωμένο, να ξεχάσει τον εφιάλτη τον οποίο ζούσε. Το απότομο άνοιγμα της πόρτας έφερε μέσα έντονο το πρωινό φως και την ξύπνησε στην πραγματικότητα. Ο εφιάλτης ζωντάνεψε πάλι μπροστά της καθώς ο Παντελής έλυσε τη θηλιά από τον τοίχο και αρπάζοντάς την βίαια από τα μαλλιά την τράβηξε έξω. Η Μαρία βρέθηκε στη μέση ενός πλακόστρωτου, υγρού και παγωμένου ακόμη απ' τη νύχτα με τα μάτια της να κλείνουν κάτω απ' το πρωινό φως.
Με δυσκολία σήκωσε τα μάτια της κι είδε τους τέσσερις άντρες γύρω από ένα τραπέζι να παίρνουν το πρόγευμά τους. Ο πέμπτος, ο Παντελής, στεκόταν από πάνω της κρατώντας το σκοινί που είχε περασμένο γύρω απ' το λαιμό της. Τότε είδε να βγαίνει από το σπίτι η φίλη της, η Σοφία. Ήταν γυμνή και κρατούσε ένα δίσκο με διάφορα πράγματα. Η Μαρία δεν είχε ούτε το μυαλό ούτε τη διάθεση να προσέξει τι ακριβώς. Στη θέα της φίλης της, την είχε καταλάβει φρίκη. Το κορμί της ήταν κατάστικτο με κόκκινες χαρακιές, προφανή αποτελέσματα του αλύπητου ξύλου που της είχε ρίξει ο πρεσβύτερος από τους βιαστές τους με τη βέργα του. Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της. Από τη μία έβλεπε τη φίλη της κι από την άλλη αναρωτιόταν τι εικόνα μπορεί να έδινε το δικό της σώμα μετά τα όσα είχε περάσει.
Η Σοφία δεν τολμούσε να την κοιτάξει και ασχολήθηκε με το να σερβίρει τους τέσσερις άντρες που απολάμβαναν τη φύση και τον καφέ τους. Ο Παντελής όμως τη φώναξε:
"Τελείωνε εκεί και πάρε να καθαρίσεις τη φίλη σου".
Η Μαρία αισθανόταν παγωμένη. Σωματικά και ψυχικά. Κατάλαβε πως την έλυναν. Μετά, δυο άντρες τη σήκωσαν και τη μετέφεραν μέσα στο σπίτι. Την πήγαν σε μια μπανιέρα όπου την έβαλαν σε ζεστό νερό. Την άφησαν μόνη με την Σοφία που πολύ αργά και με αβέβαιες κινήσεις της έλουσε τα μαλλιά κι άρχισε να την πλένει με ζεστό νερό. Για πρώτη φορά η Μαρία αισθανόταν κάπως καλύτερα. Είχε άραγε περάσει ο εφιάλτης;
Η ελπίδα της διαψεύσθηκε όταν είδε να μπαίνει στο δωμάτιο ο πενηντάρης με τη βέργα. Την κοίταξε με ικανοποίηση και είπε μάλλον προς τον εαυτό του.
"Ωραία, σήμερα θα περάσουμε καλά".
Μετά και αφού χτύπησε τη βέργα πάνω στο νιπτήρα, γύρισε στην Σοφία και με αυταρχικό τόνο της είπε:
"Παράτα την να μουλιάσει κι έλα να μου γλείψεις τον πούτσο".
Η Σοφία ανταποκρίθηκε σαν υπνωτισμένη ενώ αυτός ξεκούμπωνε το παντελόνι του. Κατάπληκτη η Μαρία έβλεπε τη φίλη της να λειτουργεί τελείως υποτακτικά. Η Σοφία ήταν δυναμική και ανεξάρτητη κοπέλα. Πώς έγινε έτσι; Η απάντηση φυσικά κρυβόταν στα σημάδια από το ξύλο που της είχαν ρίξει. Πόσες φορές άραγε είχε "δαγκώσει" το κορμί της αυτή η βέργα;
Η Σοφία γονάτισε μπροστά στον άντρα και πήρε στο στόμα της την πούτσα του. Σε λίγο αυτός την είχε πιάσει από τα μαλλιά και της κινούσε το κεφάλι μπρος - πίσω. "Facefucking" σκέφτηκε η Μαρία ασυναίσθητα.
Όταν σταμάτησε, τραβήχτηκε και την έβαλε να γυρίσει και πάντα γονατιστή να ακουμπήσει το κεφάλι της στη λεκάνη της τουαλέτας.
"Άνοιξε τα κωλομέρια σου να σε ξεσκίσω" συνέχισε.
Χωρίς να πει λέξη η Σοφία έφερε τα χέρια της πίσω κι άνοιξε τα κωλομέρια της. Η Μαρία είχε μείνει άφωνη. Ήξερε πως η φίλη της δεν το έκανε από πίσω. Και τώρα.
Παρατηρούσε ότι αυτός, ο ποιο ηλικιωμένος από την παρέα των βιαστών είχε και τη χοντρότερη πούτσα απ' όλους. Και χωρίς προετοιμασία τον έχωνε ανελέητα στον κώλο της Σοφίας, τα έντονα βογκητά της οποίας τρύπαγαν το μυαλό της Μαρίας. Όμως στο ευχάριστο συναίσθημα του ζεστού νερού αισθάνθηκε το μουνί της να υγραίνεται.
Με τρόμο συνειδητοποιούσε ότι ο σκληρός βιασμός της Σοφίας την έκανε να καυλώνει. Γεμάτη ενοχές θέλησε να σηκωθεί όρθια, αλλά το σώμα της δεν ανταποκρινόταν. Έμεινε εκεί μέχρι που ο βιαστής υποχρέωσε την Σοφία να πάρει το καυλί του και τα χύσια του στο στόμα της, πριν σηκωθεί να φύγει.
Ο Παντελής μπήκε αμέσως μετά. Τράβηξε τη Μαρία να σηκωθεί κι έβαλε την Σοφία να ολοκληρώσει το πλύσιμό της και να τη σκουπίσει. Μετά υποχρέωσε τις δύο κοπέλες να πάνε πάλι μαζί του έξω.
Μ' ένα νόημα του πενηντάρη που καθόταν αναπαυτικά στην καρέκλα του η Σοφία πήγε και γονάτισε δίπλα του.
Οι άλλοι τρεις σηκώθηκαν και στάθηκαν μπροστά στη Μαρία. Τους παρατηρούσε. Ήταν όλοι ευπαρουσίαστοι και μάλλον αθλητικοί νέοι άντρες. Για ποιο λόγο της φέρονταν έτσι; Δάκρυα ανέβηκαν και πάλι στα μάτια της. Κι καρδιά της σκίστηκε όταν άκουσε έναν απ' αυτούς να λέει: "Κοίτα την πουτάνα που θέλει να μας συγκινήσει."
Ο Παντελής την έπιασε από τα μπράτσα και την έφερε να γονατίσει πάνω σε μια πολυθρόνα. Την κρατούσε εκεί ενώ ένας από τους άλλους πλησίασε κρατώντας μια φαρδιά ζωστήρα. Η Μαρία αισθάνθηκε πάλι το κορμί της να τρέμει και την καρδιά της να παγώνει. Άκόυσε το σφύριγμα της ζώνης στον αέρα κι αμέσως το γνωστό οξύ τσούξιμο στα κωλομέρια. Ο βιαστής της τη μαστίγωνε συστηματικά. Στην πλάτη, στον κώλο, ψηλά στα μπούτια. Προετοιμαζόταν πριν από κάθε χτύπημα. Κι η Μαρία τα αισθανόταν σαν κεντριά που χαράκωναν τη σάρκα της. Το μουδιασμένο μυαλό της άκουγε τις κραυγές της σαν να έρχονταν απ' έξω. Σαν ήταν κάτι ξένο.
Μόλις την άφησαν έπεσε σχεδόν αναίσθητη. Στη ζάλη της αισθάνθηκε να την αρπάζουν και να τη βάζουν να καθίσει πάνω στον πούτσο του ενός που είχε ξαπλώσει ανάσκελα. Αυτός την κράτησε ακίνητη πάνω του για λίγο. Για μια στιγμή αισθάνθηκε κάτι να ακουμπάει την κωλοτρυπίδα της. Ήξερε τι την περίμενε. Όμως. αργούσε. Ο συριγμός της βέργας που έσκιζε τον αέρα την έκανε να καταλάβει γιατί. Ούρλιαζε από πόνο καθώς αλλεπάλληλα χτυπήματα έπεσαν στην πλάτη της που ήταν τελείως εκτεθειμένη έτσι όπως την κρατούσε ο άλλος. Και σε λίγο πριν καλά - καλά σταματήσει το ξύλο ένας δεύτερος άντρας μπήκε μέσα της από πίσω. Βίαια και απότομα.
Έσκουζε ανάμεσα στα δύο αντρικά κορμιά μέχρι που σήκωσε τα μάτια της και συνάντησαν αυτά του Παντελή. Τα σκοτεινά μάτια του Παντελή. Κάτι σαν ζεστό κύμα ανάβλυσε από μέσα της. "Πόσο ανώμαλη μπορεί να είμαι;" αναρωτήθηκε. "Είναι δυνατόν να τον γουστάρω;"
Ο Παντελής την παρατηρούσε μ' ένα αδιόρατο χαμόγελο στα χείλη. Καταλάβαινε πως το κορμί της άρχισε να τρέμει και σε λίγο θα ανταποκρινόταν απόλυτα στις δυο ψωλές που μπαινόβγαιναν μέσα της. "Χύστε την στη μάπα την πουτάνα", φώναξε ξαφνικά. Δεν της αξίζει να χύνει στα καυλιά μας".
Πάλι η Μαρία αισθάνθηκε ένα κενό, όταν αποσύρθηκε ο πούτσος που γαμούσε τον κώλο της και σχεδόν αμέσως βρέθηκε ανάσκελα στο έδαφος. Οι δυο άντρες γονάτισαν πάνω απ' το κεφάλι της, ο ένας της έκλεισε τη μύτη και με το που άνοιξε το στόμα της αναζητώντας απεγνωσμένα αέρα κι οι δύο άρχισαν να χύνουν. Στο στόμα της, στο πρόσωπό της στα μαλλιά της...
Έμεινε για λίγο εκεί, με τον ήλιο να λούζει το γυμνό κορμί της και με τις σκέψεις της σε απόλυτη σύγχυση. Τι ήθελε άραγε; Να φύγει και να γλιτώσει; Ή.... ;
"Γύρνα στα τέσσερα μωρή γαμιόλα, δεν έχουμε τελειώσει μαζί σου".
Ήταν η φωνή του πενηντάρη που όπως πάντα "υπογράμμισε" τα λόγια του μ' ένα χτύπημα της βέργας του πάνω της.
Αργά, όσο της το επέτρεπαν οι πόνοι απ' τα χτυπήματα, η Μαρία συμμορφώθηκε. Ήξερε πως ήταν άλλοι τρεις που περίμεναν τη σειρά τους. Από το μέγεθος της πούτσας που έμπαινε στον κώλο της καταλάβαινε πως ήταν ο ποιο ηλικιωμένος. Αυτός που νωρίτερα, στο μπάνιο, είχε γαμήσει την Σοφία. Τώρα ξέσπαγε πάνω της για πολύ ώρα.
Όμως στο μυαλό της Μαρίας στριφογύριζε η εικόνα του βασανισμένου κορμιού της Σοφίας, που την είχε συνδέσει με αυτόν κι έτσι δεν μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυα της. Κι ανάμεσα στους λυγμούς της κραύγαζε στις απότομες διεισδύσεις του βιαστή της. Φαίνεται όμως πως αυτό τον καύλωνε περισσότερο και τον έκανε ακόμη ποιο βίαιο. Κάποτε τη βαρέθηκε και, χωρίς να έχει χύσει την άφησε και σηκώθηκε. Η Μαρία όμως έμενε ακίνητη εκεί. Αργότερα είδε πως αυτός συνέχιζε με την Σοφία που υποτακτικά δεχόταν όλα του τα βίτσια.
Κι η Μαρία δεν έμεινε μόνη για πολύ. Ένας ακόμη πούτσος, που δεν ήταν του Παντελή βρέθηκε σύντομα να τη γαμάει από πίσω. Αλλά αυτός δεν κράτησε πολύ. Σε λίγα λεπτά την έχυσε και την άφησε.
Κάτι στιλπνό και κρύο την ακούμπησε στο πλάι του λαιμού της. Ανοίγοντας τα μάτια είδε ένα γκλοπ σε σχήμα "τ". Το κρατούσε ο Παντελής και το πέρναγε αργά κάτω απ' το λαιμό της δίνοντάς της να καταλάβει πως έπρεπε να σηκωθεί. Απρόθυμα η κοπέλα συμμορφώθηκε, αλλά μόλις βρέθηκε να τον κοιτάζει ένας κόμπος σφίχτηκε στο στομάχι της για να μετατραπεί σύντομα σε μια ζεστή αίσθηση προσδοκίας. "Είναι δυνατόν;" Αναρωτήθηκε και πάλι.
"Προχώρει" της είπε ο Παντελής και την έσπρωξε απαλά προς το σπίτι. Κι όσο περπάταγαν το γκλοπ τη χτύπαγε ελαφρά, σχεδόν χαϊδευτικά. Στο πρόσωπό της είχαν ξεραθεί τα χύσια των πρώτων βιαστών. Στον κώλο της αισθανόταν το σπέρμα του τελευταίου. Αλλά και το μουνί της ήταν υγρό...
Ο Παντελής την οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα και την έβαλε να ξαπλώσει. Το μαλακό κρεβάτι της έδινε μιαν υπέροχη αίσθηση νιρβάνας. Παρατηρούσε τον Παντελή να βγάζει αργά τα ρούχα του και καύλωνε ακόμη περισσότερο. Ήθελε να χαϊδευτεί, αλλά δεν τολμούσε.
Κάποτε αυτός βρέθηκε τελείως γυμνός όρθιος δίπλα στο κρεβάτι. Κρατούσε στο δεξί του χέρι το γκλοπ, που το χτύπησε δυο-τρεις φορές στην παλάμη του αριστερού. Μετά το έτεινε προς το στόμα της Μαρίας που άρχισε να το γλείφει. Χωρίς να πει λέξη το μετακίνησε και χάιδεψε με την υγρή του άκρη τις ρώγες των βυζιών της. Η Μαρία άφησε έναν αναστεναγμό και, πλέον χωρίς να μπορεί κρατηθεί έφερε το χέρι της στο μουνί της κι άρχισε να το χαϊδεύει. Πρώτα την κλειτορίδα και μετά τα μουνόχειλα. Είχε σχεδόν ξεχάσει τους πόνους που είχαν προκαλέσει στο κορμί της οι αλλεπάλληλες κακοποιήσεις.
Ο Παντελής συνέχισε να τη χαϊδεύει με το γκλοπ το οποίο τώρα κατέβαινε στο κάτω μέρος της κοιλιάς της. Και μετά έδιωξε το χέρι της από το μουνί της και μπήκε ανάμεσα στα μπούτια της. Η Μαρία τα έσφιξε μ' ένα καινούργιο βογκητό να βγαίνει απ' τα χείλη της. Ο Παντελής το κούνησε δεξιά - αριστερά για να την κάνει να τα ανοίξει. Μετά το άφησε δίπλα κι ανέβηκε στο κρεβάτι. Γονάτισε ανάμεσα στα μπούτια της κρατώντας τον πούτσο του που γυάλιζε από καύλα κι έγειρε σιγά-σιγά για να της τον χώσει στην πολύ κλασσική στάση. Ο πούτσος του γλίστραγε απαλά μέσα στο υγρό μουνί της κι η Μαρία αγκομαχούσε και σήκωνε τα μπούτια της για να τον δεχτεί μέσα της καλύτερα. Κι αυτός τη γαμούσε απαλά, αισθησιακά, σαν να ήταν ρομαντικοί εραστές, σαν να μην είχαν προηγηθεί η απαγωγή, οι βιασμοί, το ξύλο...
Η Μαρία έσκουζε από ηδονή καθώς ο πούτσος του όργωνε το μουνί της. Κρατούσε σφιχτά κλειστά τα μάτια της κι η γλώσσα της ασυναίσθητα χάιδευε το επάνω χείλος της. Τα χέρια της άγγιζαν και τσίμπαγαν ελαφρά τις ρώγες του στήθους της. Δεν κρατιόταν άλλο. Τα πόδια της σφίχτηκαν γύρω απ' το κορμί του και δέθηκαν πίσω απ' τη μέση του, σαν να ήθελαν να τον φυλακίσουν μέσα τους, τη στιγμή που οι κραυγές και οι συσπάσεις του κορμιού της πρόδιναν έναν οργασμό άγριο κι ατέλειωτο. Ο Παντελής τη γάμαγε τώρα με ρυθμό επιταχυνόμενο που κορυφώθηκε καθώς άρχισε να χύνει μέσα της.
"Πάρ' τα ψωλοχύματά μου μωρή, για να μάθεις τι θα πει γαμήσι..." Σηκώθηκε, ντύθηκε και την άφησε εκεί.
Σε λίγο στο δωμάτιο μπήκε η Σοφία που της έφερνε φαγητό, χυμό πορτοκαλιού, σάντουιτς και φρούτα. Οι δυο κοπέλες κοιτάχτηκαν. Στα μάτια της Σοφίας φαινόταν η αγωνία.
"Τι σου έκαναν;" ρώτησε η Μαρία.
Αλλά η φίλη της, μόλις έκανε να απαντήσει πνίγηκε στους λυγμούς... Αγκαλιάστηκαν κι έμειναν έτσι μέχρι που στο δωμάτιο μπήκε ένας απ' τους βιαστές και τράβηξε την Σοφία έξω. Η Μαρία έμεινε μόνη και παρά τον κόμπο που αισθανόταν στο λαιμό της άρχισε να τρώει με βουλιμία.
Πόση ώρα πέρασε; Ο ήλιος μεσουρανούσε όταν ο Παντελής ξαναήρθε, της πέρασε τη θηλιά στο λαιμό και την τράβηξε έξω.
Η Μαρία πάγωνε πάλι. Πώς ήταν δυνατόν να είναι τόσο τρυφερός εραστής τη μία και τόσο ανάλγητα απάνθρωπος την άλλη;
Έξω, χωρίς να την κοιτάξει καν, την έδεσε όρθια στα κάγκελα και κάθισε να παίξει τάβλι με τους φίλους του. Η Μαρία έβλεπε την Σοφία δίπλα τους πεσμένη πάντα στα τέσσερα, να δέχεται κατά καιρούς ξυλιές στον κώλο από την περίφημη βέργα. Σχεδόν ναρκώθηκε από τον ήλιο... Ξανάνοιξε τα μάτια όταν αισθάνθηκε μια παρουσία και κατάλαβε πως ο Παντελής της έλυνε τα δεσμά. Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει.
Με την άκρη του ματιού της είδε τους άλλους τέσσερις να οδηγούν μέσα την Σοφία. Αργότερα έμαθε πως η φίλη της υπέστη έναν ακόμη ομαδικό βιασμό, τον οποίο υπέμεινε υποτακτικά συμμορφούμενη αναντίρρητα σε όλες τις ορέξεις των απαγωγέων τους. Τόσο την είχε σπάσει ψυχολογικά το ξύλο που είχε φάει.
Η Μαρία βρέθηκε πάλι να περπατάει προς την παράγκα. Ο Παντελής την τραβούσε από τη θηλιά. Καθώς πλησίαζαν την τράβηξε να περάσει μπροστά του, δίνοντάς της ταυτόχρονα μπάτσες στα κωλομέρια. Η Μαρία έσκουξε από τον πόνο.
"Φώναζε όσο θέλεις" είπε αυτός άχρωμα και συνέχισε να τη χτυπάει καθώς περπατούσαν.
Η παράγκα ήταν απαίσια. Ο Πάντελής την έσπρωξε μέσα και χτυπώντας τη την υποχρέωσε να πέσει στα γόνατα. Η Μαρία αισθάνθηκε τώρα το γκλοπ ανάμεσα στα μπούτια της. Να χαϊδεύει το μουνί της και την κωλοτρυπίδα της. Σε λίγο όμως το σώμα του Παντελή χαμήλωνε πίσω της κι ο πούτσος του ξέσκιζε τον κώλο της με βιαιότητα. Η κοπέλα δεν μπορούσε ούτε να φωνάξει. Το ζαλισμένο μυαλό της δούλευε ανεξέλεγκτα. Τι είδους άνθρωπος ήταν αυτός; Και τι ανωμαλία η δικιά της, να αισθάνεται ηδονή από την κακοποίηση...
Κάποτε ο Παντελής τελείωσε. Την άφησε εκεί όπως ήταν, στα τέσσερα. Η Μαρία δεν τολμούσε να κινηθεί.
Το σκοτάδι είχε πέσει τελείως όταν η πόρτα ξανάνοιξε κι η Μαρία αισθάνθηκε να τραβούν τη θηλιά που ήταν ακόμη περασμένη στο λαιμό της. Για μια ακόμη φορά βρέθηκε γονατιστή μπροστά στον άντρα που της γεννούσε τέτοια συγκρουόμενα αισθήματα.