Ίδρωνε… πιο πολύ… ώρα με την ώρα ίδρωνε πιο πολύ. Έπαιρνε τις γεμάτες κούτες και τις φόρτωνε στην πλάτη του και μετά κατέβαινε τα σκαλιά με κόπο.
Και όταν αυτός κατέβαινε για να τις φορτώσει στο φορτηγό ανέβαινε ο άλλος.Και οι δύο νέοι και γεροδεμένοι. Τα σκαλιά ήταν πολλά και η ζέστη αφόρητη. Από το πολυτελές διαμέρισμα μετακόμιζε εκείνος ο ηλικιωμένος τύπος με την κοιλιά και τις παχιές τσέπες. Η νεαρή γυναίκα του, που πρέπει να την έριχνε καμιά εικοσαριά χρόνια, ξεσκόνιζε τα άδεια ράφια της κουζίνας. Ήταν ντυμένη στην τρίχα, με χτενισμένα μαλλιά και βαμμένα νύχια. Δεν μιλούσε πολύ, έριχνε μόνο κάτι κλεφτές ματιές στους δύο νεαρούς χαμάληδες.
Ήταν και οι δυο ψηλοί με γεροδεμένα σώματα. Και ήταν καταϊδρωμένοι. Είχε ανάψει. Είχε αρχίσει να γίνεται νευρική. Ο παππούς που είχε πάρει για σύζυγο δεν την άφηνε να πολυμιλάει και να πολυβγαίνει. Ήταν ζηλιάρης και ανίκανος. Είχε περάσει καιρός που την καβαλούσε. Που και που, όταν πια δεν άντεχε άλλο, άφηνε την αηδία της στην άκρη, του τον σήκωνε και καθόταν πάνω του. Για πέντε λεπτά ένιωθε και πάλι γυναίκα όμως μετά, αφότου ο γέρος ξερόχυνε, βλαστημούσε την ώρα που της μπήκε η ιδέα να τον ερεθίσει.
Και τώρα ήταν αυτοί οι δυο νεαροί σωματαράδες μέσα στο σπίτι της και ήθελε να την ξεσκίσουν και οι δύο μαζί. Κόντευε να πατήσει τα σαράντα και από τότε που θυμάται τον εαυτό της ήταν με τον μαλάκα. Εκείνη την ώρα, ακριβώς την ώρα που φανταζόταν τον ξανθό να της τρυπάει την μήτρα με το σκληρό σαν κόκαλο πέος του, την πλησίασε και της μίλησε...
- ‘’Συγγνώμη... μήπως σας βρίσκεται καμιά πετσέτα ή κάτι τέτοιο να σκουπιστώ για να μην κρυώσω;’’
Και της χαμογέλασε... με δυσκολία κρατήθηκε να μην κολλήσει πάνω του, με δυσκολία κούνησε τα πόδια της και με μεγαλύτερη δυσκολία συγκράτησε την φωνή της κρύβοντας την καύλα.
- ‘’Ναι βέβαια... μια στιγμή παρακαλώ.’’
Πήγε στην τουαλέτα και άνοιξε το ντουλάπι, έβγαλε μια ροζ μπουρνουζέ πετσέτα που της είχε φέρει ο γέρος από ένα επαγγελματικό ταξίδι στην Ιταλία. Κοίταξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη και έριξε νερό στα μούτρα της. Σκουπίστηκε απαλά με την ροζ πετσέτα ξεχνώντας ότι την είχε βγάλει για τον νεαρό χαμάλη. Έστρωσε το κολλητό μαύρο πουκάμισό της, κοιτάχτηκε για μια φορά ακόμα και βγήκε έξω.
- ‘’Ορίστε... η πετσέτα σας.’’
- ‘’Να ‘στε καλά!’’
Της χαμογέλασε ξανά. Και αυτό το χαμόγελο της έκοβε την ανάσα. Η πραγματικότητα έσβησε ξανά από τα μάτια της και είδε τώρα τον νεαρό να την γυρνάει, να την στήνει στα τέσσερα, να χουφτώνει τα βυζιά της και να χώνει το μακρύ του πούτσο στον κώλο της...
Ο γέρος πιο πέρα έδινε οδηγίες:
- ‘’Ελάτε εδώ μάγκες! Αρπάχτε κι αυτήν την συρταριέρα και κατεβάστε την κάτω.’’
Οι δυο νεαροί ακολουθούσαν τις οδηγίες του. Τα μπράτσα τους φούσκωναν. Οι κοιλιακοί σχηματίζονταν κάτω απ’ το δέρμα.
- ‘’Άντε μάγκες, ακόμα δυο ντουλάπες, το πλυντήριο, το μικρό ψυγείο και τελειώσαμε!’’
Ο ένας χαμάλης τώρα είχε σηκώσει το μπουκάλι του κι έπινε νερό ενώ κάποιες γουλιές είχαν γλιτώσει από το στόμα του και κυλούσαν στο στήθος του. Η γυναίκα το είχε παρατηρήσει κι αυτό και τα μάτια της θόλωναν περισσότερο. Ο άλλος με την ροζ πετσέτα ριγμένη στον ώμο ξεμοντάριζε την ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας.
- ‘’Αφεντικό! Εδώ μέσα έχεις βιδωμένο ένα χρηματοκιβώτιο! Να το αφήσω έτσι ή θες να το βγάλουμε κι αυτό;’’
- ‘’Άφησέ το μέσα αν δεν ενοχλεί! Θα το χρειαστώ και στο άλλο σπίτι.’’
Το τελευταίο δρομολόγιο με την ντουλάπα στην πλάτη τραυμάτισε τον έναν χαμάλη στο χέρι. Η ντουλάπα ήταν γεμάτη καρφιά και εκείνος έβριζε μέσα από τα δόντια. Το πλυντήριο ήταν σκέτο μαρτύριο. Από τον τρίτο όροφο έπρεπε να κατεβεί κι αυτό με τα χέρια μια και το ασανσέρ είχε χαλάσει την προηγούμενη μέρα ενώ αντιθέτως το μικρό ψυγείο ήταν παιχνιδάκι. Ο ηλικιωμένος έλεγξε μια τελευταία φορά το άδειο σπίτι. Κούνησε το κεφάλι με ικανοποίηση.
- ‘’Ελάτε να σας πληρώσω μάγκες! Κάνατε καλή δουλειά.’’
Έβαλε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε ένα μασούρι κατοστάρικα. Έδωσε από ένα πράσινο χαρτονόμισμα στον καθένα.
- ‘’Ευχαριστώ παιδιά. Αν ξαναχρειαστώ βοήθεια εσάς θα πάρω τηλέφωνο, την κάρτα σας την έχω.’’
- ‘’Ευχαριστούμε πολύ κι εμείς! Κυρία μου η πετσέτα σας. Σας ευχαριστώ πολύ.’’
- ‘’Κι εγώ ευχαριστώ που μας βοηθήσατε τόσο πολύ.’’
- ‘’Να ‘στε καλά! Γεια σας!’’
Ο ηλικιωμένος ξεπροβόδισε τους χαμάληδες, τους χαιρέτισε μια τελευταία φορά και έκλεισε την πόρτα.
- ‘’Γυναίκα! Πείνασα και λέω να πεταχτώ να φάω στον Τάκη να τον αποχαιρετίσω κιόλας που φεύγουμε. Θες να σου φέρω κι εσένα κανένα μπιφτέκι, καμιά σαλάτα;’’
- ‘’Όχι, όχι ευχαριστώ. Δεν πεινάω.’’
Ο γέρος έκανε έναν μορφασμό και βγήκε από το διαμέρισμα σφυρίζοντας. Εκείνη πήγε ως το παράθυρο ενώ εντωμεταξύ είχε βγάλει ήδη το πουκάμισό της και είχε ξεκουμπώσει το φερμουάρ της φούστας. Είδε τον άντρα της να περνάει στο απέναντι πεζοδρόμιο και έριξε το σουτιέν στο πάτωμα, κατέβασε την κιλότα της και πήρε την ροζ πετσέτα στα χέρια της. Την έφερε στην μύτη και άρχισε να την μυρίζει με κλειστά μάτια ενώ τα δάχτυλά της είχαν ήδη χωθεί μέσα στον κόλπο της…