ΜΑΝΟΛΗΣ ΚΑΙ ΒΑΝΑ
Μια ξαφνική αναστάτωση από τα σπουργίτια που έκαναν χορό στο μπαλκόνι έκανε το κορίτσι να ξυπνήσει και να τεντωθεί. Η Βάνα άνοιξε τα μάτια της και για λίγο παρέμεινε ακίνητη. Τα χέρια της άρχισαν να χαϊδεύουν το δέρμα της. Οι σκέψεις τις πρέπει να γύριζαν σ' ένα από τα αγόρια που είχε γιατί η αναπνοή της επιταχύνθηκε και στο βρακάκι ανάμεσα στα πόδια εμφανίσθηκε μια υγρή γραμμούλα. Αργά, σαν να μην ήταν σίγουρη, κατέβασε λίγο το σλιπάκι της, και μετά, φέρνοντας τα γόνατα στη κοιλιά, το έβγαλε τελείως.
Ο ερεθισμός της μεγάλωνε από στιγμή σε στιγμή. Τα χέρια της εξερευνούσαν τρυφερά τα στήθη και το υπόλοιπο σώμα, σαν να μην ήταν δικά της χέρια, αλλά κάποιου άλλου. Η Βάνα άνοιξε τα πόδια της και τα δάκτυλά γλίστρησαν απαλά ανάμεσά τους, αγγίζοντας ελαφρά τις υγρές τριχούλες. Μια γαργαλιστική αίσθηση κυρίευσε το σώμα της καθώς αυτή συνέχιζε να χαϊδεύει γύρο από το απόκρυφο σημείο της και μετά με βελούδινο άγγιγμα ακούμπησε την κλειτορίδα. Με τρυφερές κινήσεις το κορίτσι διερευνούσε την ευαίσθητη σχισμούλα, μισοεισάγοντας τα δάκτυλα στο κόλπο της. Ο οργασμός δεν άργησε να έρθει. 1/4λα μέσα της σφίχτηκαν, μια αίσθηση σαν από ηλεκτρικό ρεύμα διαπέρασε το σώμα της και από το στόμα της βγήκε άθελα μια κραυγή απόλαυσης. Ανήμπορη να κινηθεί η Βάνα παρέμεινε για αρκετή ώρα έτσι, με τα πόδια ανοικτά και τα χέρια της να χαϊδεύουν τα στήθη της. Ο ήλιος κοντεύει να δύσει όταν η Βάνα θυμήθηκε ότι δεν είχε ποτίσει τα λουλούδια στον κήπο. Ντυμένη πρόχειρα σε ένα ανάλαφρο φουστανάκι άρπαξε το λάστιχο και άρχισε να μοιράζει νερό στα διάφορα φυτά πού υπήρχαν στο κτήμα. Ανυπομονώντας να τελειώσει είχε απορροφηθεί τόσο από την δουλεία της που δεν πρόσεξε έναν νεαρό που πλησίασε το φράχτη και την κοιτούσε.
- Μήπως νοικιάζεται διαμερίσματα?, ρώτησε ο νεαρός. "Νοικιάζουμε? Και βέβαια όχι" σκέφτηκε η κοπέλα. Πάντα αντιπαθούσε αυτούς τους γλοιώδεις ενοικιαστές με τις γκρινιάρες γυναίκες τους και τα ανυπόφορα παιδιά τους. Εξάλλου το σπίτι δεν ήταν διαμορφωμένο κατάλληλα αλλά και η ίδια θα έφευγε σε τρεις - τέσσερις ημέρες. Έχοντας έτοιμη την απάντηση η Βάνα στράφηκε προς το μέρος του νεαρού. Μόλις όμως τον αντίκρισε ξέχασε αμέσως τις σκέψεις τις. Μπροστά της στεκόταν ένας καλογυμνασμένος νέος, ψηλός με γαλανά μάτια, σωστός Απόλλωνας. Δεν έμοιαζε ούτε με τους γλοιώδεις παραθεριστές αλλά ούτε με εγωιστικά "καμάκια" της παραλίας. Η καρδιά της Βάνας άρχισε να χτυπάει δυνατά. -Έχουμε ένα δωμάτιο, αλλά εγώ φεύγω την Δευτέρα, είπε στο αγόρι. - Δεν με πειράζει, το θέλω για Σαββατοκύριακο. Ξέρεις, ήρθα να δουλέψω στο μαγαζί του θείου μου, αλλά αυτού του ήρθε να πάει για τριήμερο στην Θεσσαλονίκη και έτσι έμεινα χωρίς καν σπίτι.
Ήταν ίσως η γοητεία του νεαρού, ίσως έφταιγε ότι είχαν περάσει αρκετοί μήνες από τότε που χώρισε με το αγόρι της, αλλά πριν καλά να το σκεφτεί η Βάνα του πρότεινε να μείνει στο μικρό δωματιάκι στην σοφίτα. "Μόνο πέντε χιλιάδες την μέρα", είπε. Το αγόρι κατενθουσιάστηκε. -Είχα αρχίσει να απελπίζομαι. Με τέτοιες τιμές που νοικιάζουν εδώ πέρα δεν θα άντεχα ούτε δύο μέρες. Με λένε Μανόλη, εσένα? -Βάνα. Έλα να σου δείξω το δωμάτιό σου. Μόλις τακτοποιηθείς κατέβα κάτω για βραδινό.
Αφού οδήγησε τον Μανόλη η Βάνα κατέβηκε στο δωμάτιό της και άρχισε να σκέφτεται πώς να κάνει το παιδί να πέσει στην αγκαλιά της. Ο Μανόλης ήταν σίγουρο ότι δεν θα προσπαθήσει να την πλησιάσει, γιατί δεν θα διακινδύνευε να χάσει το σπίτι νυχτιάτικα. Έτσι έπρεπε να κάνει κάτι αυτή. 'Έμπειρη πλέον σ' αυτά τα θέματα η Βάνα άρχισε να προετοιμάζει την επίθεσή της. Μετά το μπάνιο, φόρεσε στο γυμνό της σώμα μόνο ένα φορεματάκι, τόσο εφαρμοστό που δεν χρειαζόταν και πολύ φαντασία για να μαντέψεις τι έκρυβε. Μετά πήγε στην κουζίνα και άρχισε να προετοιμάζει βραδινό, περιμένοντας το αγόρι να κατέβει. "Είμαστε μόνοι μας στο σπίτι, έτσι δεν είναι?", είπε ο Μανόλης μπαίνοντας στην κουζίνα. "Ναι", του απάντησε η Βάνα. "Οι γονείς μου φύγανε δέκα μέρες τώρα. Έλα, κάτσε, το φαγητό είναι έτοιμο. Ωραίο δεν είναι?". Το βραδινό ήταν όντως ωραίο, και η βραδιά κυλούσε με κουβεντούλα και αστειάκια. Τα μάτια του Μανόλη δεν σταματούσαν να καρφώνουν τα φοβερά στήθη της Βάνας, με τις ρόγες τις να φαίνονται ξεκάθαρα μέσα από το φόρεμα. Ήταν ολοφάνερο ότι το κορίτσι δεν φορούσε τυπωτέ από κάτω γιατί το στενό φορεματάκι θα το φανέρωνε αμέσως. Η έμπειρη Βάνα κατάλαβε ότι το ψάρι έχει πιαστεί για τα καλά και όλα ήταν απλός θέμα χρόνου. Απ΄ αυτό που ήθελε τους χώριζε μόνο ένα πρόσχημα, μια λεπτή γραμμή, που όμως αυτή δεν τολμούσε να ξεπεράσει. Τα πράγματα ήρθαν μόνα τους. "Ξέρεις, στο κρεβάτι της σοφίτας δεν υπάρχει μαξιλάρι", είπε σε κάποια στιγμή ο Μανόλης. "Έχουμε ένα στο δωμάτιο μου, αλλά είναι στην πάνω ντουλάπα. Πάρε την σκάλα απ΄ την βεράντα και έλα μαζί μου", του απάντησε η Βάνα. "Τι σκάλα είναι αυτή?", ρώτησε ειρωνικά ο Μανόλης φέρνοντας ένα παλιό, ξύλινο κατασκεύασμα, "θα πέσεις!" -Εσύ θα με βοηθήσεις!
Τα παιδιά έστησαν την σκάλα κοντά στην μεγάλη ντουλάπα. Η Βάνα ανέβηκε για να κατεβάσει το μαξιλάρι και ο Μανόλης έπιασε την σκάλα. Το πρόσωπό του τώρα ήταν εκεί που τελείωνε το φουστάνι της. Ανήμπορος να αντισταθεί στο πειρασμό, κοίταξε προς τα πάνω, και στα μάτια του ανοίχτηκε η πιο όμορφη θέα που έχει δει ποτέ. Τα ανοικτά για να στηρίζεται πόδια της Βάνας αποκάλυπταν ένα καταπληκτικό μουνάκι, μιας και δεν υπήρχε κανένα εσώρουχο να το οχυρώσει. Συγκλονισμένος ο Μανόλης άφησε για λίγο τη σκάλα, η οποία διαλύθηκε φέρνοντας το κορίτσι με το μαξιλάρι στην αγκαλιά του. Ερεθισμένος όπως ήταν, ο Μανόλης άρχισε να σφίγγει και να χαϊδεύει την Βάνα, η οποία, προς μεγάλη του έκπληξη, του ανταπέδιδε θερμά. Τα χέρια του αγοριού εξερευνούσαν τις υπέροχες καμπύλες της Βάνας και τα στοματά τους είχαν κολλήσει σε ένα ατελείωτο φιλί. Ο Μανόλης δάγκωνε ελαφρά τα στήθη της ενώ με τα χέρια τη χάιδευε σε όλο της το σώμα. Ξαφνικά η Βάνα σηκώθηκε και αφού έδωσε το χέρι στο παιδί, τον οδήγησε στο κρεβάτι της. Το στενό φορεματάκι βγήκε μέσε σε ένα δευτερόλεπτο αποκαλύπτοντας τα αριστουργηματικά προσόντα της. Αφαιρούμενα από δύο άτομα, τα ρούχα του Μανόλη έκαναν ελάχιστα παραπάνω χρόνο. Τα παιδιά, ολόγυμνα, σταμάτησαν για λίγο, κοιτώντας ο ένας τον άλλον και μετά αγκαλιάστηκαν παραδομένη στην μοναδική αίσθηση επαφής των σωμάτων τους. Ο Μανόλης ένιωθε τις σκληρές ρόγες του κοριτσιού να γαργαλάνε ερεθιστικά το δέρμα του και τα κοφτερά νύχια της να του γρατζουνούν τρυφερά την πλάτη. Τα παιδιά αντάλλαζαν κουβεντούλες απόλαυσης και τρυφερότητας και τα χείλι του ενός φιλούσαν αδιάκοπα τα χείλη του άλλου. Το αγόρι ξάπλωσε ανάσκελα τη Βάνα, έβαλε τα χέρια της κάτω από το μαξιλάρι και άνοιξε τα πόδια της μέχρι που οι αστράγαλοί της να βγουν έξω από το κρεβάτι. Το κορίτσι δεν είχε καταλάβει τις προθέσεις του, παρ' όλα' αυτά δεν αντιδρούσε, περιμένοντας να δει τι θα κάνει. Ο Μανόλης μπήκε ανάμεσα στα πόδια της, και με τα χέρια να ακουμπούν στο σεντόνι άρχισε να προχωράει προς τα πάνω, σκύβοντας όλο και πιο πολύ. 1/4ταν έφτασε στα ερεθισμένα βυζάκια της, άρχισε να τα χαϊδεύει με τα χείλι του με απαλές, κυκλικές κινήσεις. Μετά, άγγιξε ανεπαίσθητα τις σκληρές, από το ερεθισμό, ρόγες της. Ο Μανόλης εξερευνούσε με τη γλώσσα διαδοχικά μια το ένα μια το άλλο τα στήθια της κοπέλας, που σπαρταρούσε από απόλαυση, και το σκληρό του πέος ίσα-ίσα που ακουμπούσε στο φλεγόμενο μουνάκι της, ανάβοντας μέσα της την επιθυμία να το αρπάξει και να το χώσει βαθιά μέσα της. Ο Μανόλης όμως δεν την άφηνε, και συνέχιζε να περιεργάζεται τα κοκκινισμένα από διέγερση βυζιά της. Κάποια στιγμή τα άφησε και άρχισε να προχωράει προς τα κάτω, φιλώντας την στην κοιλιά. 1/4ταν έφτασε στο αριστερό πόδι της δεν σταμάτησε, αλλά προχώρησε παρακάτω, σκεπάζοντας με φίλια το σφριγηλό μπουτάκι της.
Με τα δύο χέρια έφερε τα πόδια της κοντά το ένα στο άλλο ενώ η γλώσσα του έκανε τρελά σχέδια πάνω στους μηρούς της. Περνώντας στην τελική υγρή επίθεση ο Μανόλης πέρασε τις παλάμες του κάτω από τα γόνατα της Βάνας, σήκωσε τα μαζεμένα πόδια της μέχρι αυτά να έρθουν κάθετα στο σώμα της και μετά άρχισε να τα ανοίγει σιγά - σιγά προς τα πλάγια, χαμηλώνοντας συνέχεια το κεφάλι του και γλύφοντας ασταμάτητα στην εσωτερική επιφάνεια των μηρών της. Τα βογκητά ηδονής της Βάνας ακουγόταν όλο και πιο δυνατά, όσο προχωρούσε ο Μανόλης, μέχρι που μια κραυγή ξέφυγε από τα χείλη της, τη στιγμή που η ζεστή γλώσσα ακούμπησε το υγρή, αναμμένη κλειτορίδα της. Το αγόρι έγλυφε ασταμάτητα μια τα μικρά χείλη, μια τη είσοδο του κόλπου, εισάγοντας που και που τη γλώσσα του μέσα σ' αυτό και μια τη κλειτορίδα. Η Βάνα ένιωθε ότι το κάθε άγγιγμα την έφερνε πιο κοντά στην έκρηξη. Η αποκορύφωση ήταν συγκλονιστική. Δεν ελέγχοντας πια το εαυτό της η Βάνα φώναζε και σπαρταρούσε καθώς το μουνάκι της συγκλονιζόταν από ένα πρωτοφανή οργασμό. Αφού συνήρθε λίγο, η Βάνα πήρε αυτή τη πρωτοβουλία. Έβαλε τον Μανόλη να ξαπλώσει. Ήθελε να ανταποδώσει την απόλαυση που την έδωσε, αλλά επειδή δεν είχε ξανακάνει στοματικό έρωτα, ήταν διστακτική. Αφού άνοιξε λίγο τα πόδια του συντρόφου της, έσκυψε πάνω από το πέος του, στηριζόμενη στους αγκώνες και τα γόνατα. Αργά με το δεξί της χέρι τράβηξε το δέρμα που το κάλυπτε και μετά το πήρε στο στόμα της. Μια πρωτόγνωρη αίσθηση πλημμύρισε την Βάνα, καθώς η γλώσσα της ερχόταν σε επαφή με το τρυφερό δέρμα του πέους και την έκανε να ξαφνιαστεί με την υπέροχη γεύση που είχε. Με ρυθμικές κινήσεις το κορίτσι έγλυφε το όργανο του αγοριού, παραδίδοντάς των στην άπειρη ευχαρίστηση. Τα χείλη της το έσφιγγαν με δύναμη και με την άκρη της γλώσσας της το πίεζε ανάλαφρα κάτω από το κεφαλάκι του.
Ο Μανόλης όμως δεν έμεινε παθητικός και πήρε και πάλι τα ινία στα χέρια του. Ξάπλωσε τη Βάνα με το πισινάκι της στο μαξιλάρι και τους αστραγάλους της να ακουμπάνε στις δύο άκρες του κρεβατιού. Μετά, στηριζόμενος στα τέσσερα, άρχισε να προχωράει μέχρι που το πρόσωπό του να ήταν εκεί που ήταν το δροσερό μουνάκι της και το μακρύ πέος του να κρέμεται ακριβώς πάνω από το στόμα της. Μαθημένη, η Βάνα δεν περίμενε και το πήρε πρώτη στο στόμα της. Αυτός ολοκλήρωσε το 69 αγγίζοντας με τα χείλι του τα καυτά χείλι του μουνιού της. Η γλώσσα του Μανόλη άρχισε πάλι το τρελό χορό της, μα αυτή τη φορά βοηθούσαν και τα δάκτυλά του, που άνοιγαν διάπλατα την είσοδο του κόλπου της και έμπαιναν εναλλάξ με τη γλώσσα του στα καυτά βάθη του. Τα δύο παιδιά συνέχιζαν το έργο τους, ο καθένας από την πλευρά του, μέχρι που η Βάνα δεν μπορούσε να υπερνικήσει τη επιθυμία της να νιώσει το σκληρό καυλί του Μανόλη μέσα της. Ο Μανόλης από τη πλευρά του δεν άντεχε άλλο, αφού το υπερερεθισμένο πέος του άρχισε να τον πονάει. Η Βάνα απελευθερώθηκε, ξάπλωσε κανονικά στο κρεβάτι και έφερε ψηλά τα πόδια της, με τα γόνατα να ακουμπούν τα ζουμερά βυζιά της. Το αγόρι πλησίασε πολύ κοντά και με μια απαλή κίνηση εισήγαγε το πυρωμένο πέος του βαθιά στο υγρό και ζεστό μουνάκι της, νιώθοντας μια σφιχτή, υγρή φυλακή να αιχμαλωτίζει την πονεμένη προεξοχή του. Για λίγα λεπτά όλα είχαν παραδοθεί στην ρυθμικότητα της κίνησης. Τα βογκητά και των δύο αναμείχτηκαν και οι κινήσεις του Μανόλη μεταδιδόταν σε όλο το σώμα του κοριτσιού, κάνοντας τα στήθη της να πάλλονται στο ρυθμό. Ξαφνικά, η Βάνα σφίχτηκε ολόκληρη, και τα νύχια της καρφώθηκαν στην πλάτή του Μανόλη. Ένας δεύτερος οργασμός, ισάξιος του πρώτου ερχόταν να την κατακλύσει. Η Βάνα έχει χάσει το έλεγχο του εαυτού της, παρμένη από μια ανεπανάληπτη απόλαυση. Μια δυνατή κραυγή ακούστηκε σε όλο το σπίτι, όμως δεν η κραυγή αυτή δεν ήταν μόνο της Βάνας. Μαζί φώναζε και ο Μανόλης, ο οποίος εκσπερμάτωνε στο καυτό μουνί του κοριτσιού. Για λίγα δευτερόλεπτα τα παιδιά δεν αποχωριζόντουσαν επιθυμώντας να παρατείνουν την απόλαυση, αλλά οι δυνάμεις τους άφηναν και αυτοί, αγκαλιασμένοι τρυφερά, κοιμήθηκαν ολόγυμνοι, χωρίς κανένα σκέπασμα.