Στα Χιόνια
Όλα ξεκίνησαν πριν λίγες μέρες που κάναμε το λάθος παρά τον πολύ άσχημο καιρό, να ξεκινήσουμε για Αθήνα με το ΚΤΕΛ της γραμμής, για τις διακοπές των Χριστουγέννων. Συνήθως για τις μετακινήσεις μας διαλέγαμε το αεροπλάνο, από Αλεξανδρούπολη, αλλά με τις προτροπές των γονιών μας για τα πρόσφατα γεγονότα της 11ης Νοεμβρίου και σε συνάρτηση με τον άσχημο καιρό, μας έπεισαν να πάρουμε λεωφορείο, που το θεωρούσαν πιο σίγουρο. Έτσι κι έγινε. Κουραστικό το λεωφορείο, αλλά η Τασία κανόνισε και καθίσαμε μαζί με δυο συμφοιτητές μας, τον Μπάμπη και το Νάσο, πολύ διασκεδαστικούς τύπους και μανούλια.
Το ταξίδι έγινε κάπως πιο υποφερτό με τα αστεία τους και τα πειράγματα τους, που κατά κύριο λόγο ήταν σεξουαλικού περιεχομένου. Μας κολάκευαν πάρα πολύ και είχαμε ενθουσιαστεί μαζί τους. Σε μια στάση που έκανε το λεωφορείο στην Καβάλα, πήγαμε με την Τασία στην τουαλέτα και μοιράσαμε τα μανούλια. Παιδευτήκαμε βέβαια, γιατί κανείς τους δεν είχε εκδηλώσει καθαρά την προτίμηση του σε κάποια απ? τις δυο μας, αλλά φανταστήκαμε πως περίμεναν από εμάς να διαλέξουμε. Κλασσική ανδρική αθεράπευτη ηττοπάθεια! Ξέρω πως οι περισσότεροι άντρες θα δυσκολευτούν να το πιστέψουν άλλα το ρίξαμε κορώνα γράμματα! Όχι θα κάτσουμε να σκάσουμε!
Μου έπεσε ο Νάσος, ο μελαχρινός και λίγο πιο ντροπαλός. Δε με χαλούσε και ο Μπάμπης, αλλά σ? αυτή τη ζωή είναι ότι σου λάχει, που λένε. Όταν γυρίσαμε στο λεωφορείο τα παιδιά μας περίμεναν στη στην πόρτα και προσπαθούσαν να λύσουν κάποια διαφορά που είχαν. «Ακόμα δεν έχουν κατασταλάξει ποια γουστάρουν» μου είπε γελώντας στ? αυτί η Τασία. «Έλα, θέλω να σε ρωτήσω κάτι προσωπικό» είπε η Τασία στο Μπάμπη και τον έσυρε απ? το χέρι στο βάθος του λεωφορείου κι έκατσαν μαζί. «Δεν πιστεύω να έχετε χωράφια να μοιράσετε» είπα γελώντας στο Νάσο και προχωρήσαμε χωρίς πολλές διαχυτικότητες στις θέσεις μας. Καθίσαμε στα καθίσματα ακριβώς από πίσω τους και ανταλλάζαμε πειράγματα μαζί τους, του στυλ «Να το πάρεις το κορίτσι, να το πάρεις μην το παιδεύεις» και «Τώρα είναι αργά, πρέπει να το αποκαταστήσεις και να το παντρευτείς το παλικάρι» ή «?και ?μεις κουμπάροι».
Περνούσαμε καλά, αλλά ο καιρός όλο και χειροτέρευε. Νύσταξα και κοιμήθηκα στην αγκαλιά του Νάσου, κάπως στενάχωρα, αλλά μου χάιδευε τα μαλλιά που μου αρέσει πολύ από μικρή, και με κοίμισε. Με είχε σκεπάσει και με το μπουφάν του και είχα πειστεί πως είχα τύχη στη «μοιρασιά», μιας και μου ?τυχε ο ρομαντικούλης. Ήταν τόσο τρυφερός?
Ξύπνησα από τον απότομο θόρυβο που έκανε το λεωφορείο χτυπώντας σε κάτι στην άκρη του δρόμου. Είχε σκοτεινιάσει και οι περισσότεροι επιβάτες συνέχισαν να κοιμούνται κουρασμένοι και ατάραχοι. Είχε λίγο αχνό φως στη θέση του οδηγού, έκανε και υπερβολική ζέστη μέσα στο λεωφορείο, σε αντίθεση με το κρύο που έκανε έξω και ήταν ότι έπρεπε για έναν καλό ύπνο. «Δεν είναι τίποτα, κοιμήσου» είπε τρυφερά ο Νάσος, αλλά ήμουν περίεργη να δω τι έγινε και ανασηκώθηκα μουτζούφλα. «Πού είμαστε;» ρώτησα. «Λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, προς Κατερίνη» μου απάντησε. «Χτυπήσαμε στα χιόνια, στην άκρη του δρόμου. Γλιστράει πολύ ο δρόμος» συνέχισε. Κοίταξα προς τα παιδιά. Δεν έβλεπα καλά, αλλά σίγουρα δεν κοιμόντουσαν. Έκανα μια κίνηση και κοίταξα καλύτερα. Ο Μπάμπης είχε περάσει τα χέρια του κάτω απ? τη μπλούζα της Τασίας και της χούφτωνε τα στήθια. Ήταν αγκαλιασμένοι και φιλιόντουσαν παθιασμένα. Το τζάκετ που έριξαν πάνω τους για να μην τους πάρουν χαμπάρι οι άλλοι επιβάτες, μάλλον δεν έκανε καλή δουλειά."
"Ξανάπεσα στην αγκαλιά του Νάσου και ξάπλωσα όσο πιο αναπαυτικά μπορούσα. Πήρε κι αυτός το μπουφάν του και με σκέπασε. «Φιλάκι?» έκανα ναζιάρικα. Έσκυψε, μου χαμογέλασε και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα. «Μμμ» έκανα δείχνοντας την ικανοποίηση μου και γύρισα το κεφάλι μου να ξανακοιμηθώ. Ένιωσα το πουλί του Νάσου να μεγαλώνει κάτω απ? το τζην του. Αισθάνθηκα άβολα. Έφερα το χέρι μου να το βάλω κάτω απ? το κεφάλι μου, αλλά δυστυχώς το έφερα πάνω στο ερεθισμένο του όργανο και αυτό τον έκανε να αναπνέει πιο γρήγορα. Για να τον βγάλω απ? τη δύσκολη θέση γύρισα, τον κοίταξα και του είπα: «Μάλλον χάρηκες που γνωριστήκαμε, ε;». Κοκκίνισε και ξεσπάσαμε σε γέλια. Ξανάσκυψε και με φίλησε, αυτή τη φορά αρκετή ώρα και με πάθος.
Λίγο τα φιλιά του, λίγο η ζέστη στο λεωφορείο, είχα φουντώσει η κακομοίρα. Κι αυτός δεν πήγαινε πίσω, έκαιγε σα να ?χε πυρετό. Σηκώθηκα και κάθισα κανονικά στη θέση μου να ηρεμίσω. Πέρασαν περίπου δέκα λεπτά και ο Νάσος είχε αποκοιμηθεί. Τότε μόνο παρατήρησα το Μπάμπη. Κοιτούσε το ταβάνι του λεωφορείου, αλλά είχε τα μάτια κλειστά και τα χείλη σουφρωμένα. Σηκώθηκα σχεδόν όρθια να δω τι έπαθε. Η Τασία είχε ξαπλώσει πάνω στα πόδια του, όπως εγώ πριν λίγο στα πόδια του Νάσου και είχε σκεπάσει το κεφάλι της με το τζάκετ του Μπάμπη. Δεν κατάλαβα αμέσως τι έκανε, αλλά την πρόδωσαν οι κινήσεις του Μπάμπη. Είχε τα χέρια του κάτω απ? το τζάκετ και πήγαιναν πάνω κάτω, πιθανότατα κρατώντας το κεφάλι της. Η αθεόφοβη, του ?παιρνε πίπα μέσα σε γεμάτο λεωφορείο.
Αποφάσισα να πειράξω λίγο τον Μπάμπη, όπως πειραζόμασταν πιο πριν και πλησίασα στο αυτί του και του είπα: «Κάνει καλές πίπες η συγκάτοικος μου;». Τον ξάφνιασα, δεν με είχε αντιληφθεί και τινάχτηκε προς τη μεριά μου. Η Τασία ανυποψίαστη συνέχιζε το έργο της. Είχα μείνει εκεί να κοιτάζω στα μάτια τον Μπάμπη, απολαμβάνοντας την έκπληξη του. Μου ?ριξε ένα σβουριχτό φιλί στο στόμα και χαμογέλασε. Αυτό δεν το ?χα υπολογίσει. Κάθισα στη θέση μου κατακόκκινη και πειραγμένη. Τον αχρείο. Του κάνει η κολλητή μου πίπα, και ο ξεδιάντροπος μου ρίχνεται. Ήμουν έτοιμη να εκραγώ απ? τα νεύρα. Κοίταξα προς το μέρος του Νάσου, αλλά αυτός κοιμόταν του καλού καιρού.
Σταδιακά όμως, άρχισα να το σκέφτομαι καλύτερα. Μήπως κατά βάθος ήθελε εμένα, αντί για την Τασία και όταν εκδηλώθηκε η Τασία, δεν είχε περιθώρια να αντιδράσει; Ήταν λίγο πουτανί κι εκείνη και δεν του έδωσε ίσως ευκαιρία να αμυνθεί. Δεν είναι και πολλοί αυτοί που θα κάνουν πίσω σε τέτοια γυναίκα και με τέτοιες διαθέσεις! Εξάλλου, σε πίπα στο λεωφορείο, με άλλους πενήντα επιβάτες, δεν ξέρω και πολλούς που κάνουν πάσο. Μήπως όμως τον δικαιολογούσα που με φίλησε γιατί μου άρεσε; Δεν είχα και πολλά να χάσω. Μισή ντροπή δική μου και μισή δική τους. Αρκεί να μη μας πεθάνει κανείς καρδιακός επιβάτης, έτσι και δει τι γίνεται, σκέφτηκα και σηκώθηκα όρθια ξανά. Τον πλησίασα, του γύρισα το κεφάλι με τα δυο μου χέρια και άρχισα να τον φιλάω παθιασμένα. Η Τασία εκεί, ρούφαγε την πούτσα του με όλη της τη μαεστρία.
Με τις κινήσεις μου, πάνω κάτω, ξύπνησα το Νάσο. Δεν το κατάλαβα ότι είχε ξυπνήσει, μέχρι που αισθάνθηκα τα δυο του χέρια να μου κατεβάζουν το καλσόν. Φορούσα μια κόκκινη καρό κοντή φούστα και μαύρο καλσόν από κάτω και φιλώντας το Μπάμπη είχα τουρλώσει τον κώλο μου στη μούρη του Νάσου, χωρίς να το θέλω. Ε, μόλις ξύπνησε κι εκείνος, ξέροντας για τις περιπτύξεις του φίλου του με την κολλητή μου από πριν, δεν άργησε να καταλάβει τι γινόταν. Συνέχισα να φιλιέμαι με το Μπάμπη χωρίς να δίνω σημασία στο Νάσο, περιμένοντας με αγωνία την επόμενη κίνηση του. Το καλσόν μου πλέον ήταν χαμηλά στα γόνατα μου?
Κατέβασε λίγο το βρακάκι μου που ?χε γίνει μούσκεμα απ? τα υγρά μου, και μου ?βαλε δάχτυλο στο μουνάκι. Αναστέναζα το ίδιο βαριά με το Μπάμπη και κρατιόμουν δυνατά απ? το λαιμό του. Με πολύ προσπάθεια και αρκετά ζογκλερικά τρυκ, ο Νάσος κατάφερε να βρεθεί ανάμεσα στα μπούτια μου. Ρίγησα στην επαφή της γλώσσας του στο καυτό μου μουνάκι. Έχυσα αμέσως και τον έσφιξα στα μπούτια μου για να σταματήσει γιατί αν συνέχιζε θα φώναζα σαν τρελή μέσα στο λεωφορείο. Το κατάλαβε και ξανακάθισε στη θέση του κοιτώντας με καχυποψία δεξιά αριστερά, μήπως μας είδε κανείς. Την ίδια στιγμή ένας χαμηλόφωνος αναστεναγμός βγήκε από το Μπάμπη και ξεπρόβαλε η Τασία με το στόμα μπουκωμένο από τα χύσια του. Ευτυχώς, που μέσα στο λεωφορείο ήταν σχεδόν όλοι ηλικιωμένοι και είχαν πέσει σε λήθαργο απ? τη ζέστη και το κουραστικό ταξίδι.
Κάθισα κι εγώ δίπλα στο Νάσο φοβερά καυλωμένη. Σήκωσα το βρακάκι μου και ξαναφόρεσα το καλσόν μου. Παρτούζα στο λεωφορείο, με πενήντα επιβάτες? Και μετά έλεγα την Τασία τσουλάκι? Δεν είχα ξανακάνει τέτοια συμπλέγματα. Το πιο άγριο σεξ που είχα κάνει, ήταν με τον Γιώργο, τον πρώην μου, στο δωμάτιο μου με τους γονείς μου να κοιμούνται στο διπλανό δωμάτιο αμέριμνοι. Τώρα όμως η φαντασία μου οργίαζε. Δεν άντεχα άλλο. Ξάπλωσα στην αγκαλιά του Νάσου, ξεκούμπωσα τα κουμπιά του τζην του και πήρα στο στόμα μου την πούτσα του. Με σκέπασε βιαστικά με το μπουφάν του και συνέχισε να μου χαϊδεύει τα μαλλιά όπως πριν, κάτω απ? το μπουφάν. Με δυο τρεις κινήσεις γέμισα το στόμα μου με χύσια, που δεν ήξερα τι να τα κάνω. Αναρωτήθηκα τι είχε κάνει η Τασία τα χύσια του Μπάμπη, αλλά μην μπορώντας να τα κρατήσω άλλο στο στόμα μου τα κατάπια. Με ελεύθερο το στόμα πια, λίγο αηδιασμένη με τον εαυτό μου, συνέχισα να του στραγγίζω την πούτσα. Με τράβηξε ψηλά και κουμπώθηκε. Γύρισε, μου χαμογέλασε λάγνα και με φίλησε. «Η καλύτερη πίπα που μου ?χουν πάρει» είπε. Εγώ πάλι σκέφτηκα ότι ή πολύ «γρήγορος» είναι ή πολύ καυλωμένος?
Ξημέρωνε κι ακόμα ήμασταν στα μισά του δρόμου. Σταματήσαμε σ? ένα πολυκατάστημα να φάμε κάτι και να ξεμουδιάσουμε. Το χιόνι είχε φτάσει τα δύο μέτρα στην Εθνική, ενώ τα τριγύρω χωριά ήταν ήδη αποκλεισμένα. Πήγαμε προς το κτίριο αγκαλιασμένοι και με κρατούσε μη γλιστρήσω στους πάγους, μιας και φορούσα ψηλοτάκουνα. Περάσαμε στο σελφ σέρβις πρώτοι και τα παιδιά ακολούθησαν από πίσω όλο γλύκες. «Με γάλα!» επέμεινα στην κοπέλα που μου σέρβιρε το ζεστό καφέ. «Λυπάμαι, αλλά δεν κατάφερε το φορτηγό που μας εφοδιάζει με γάλα να φτάσει λόγω κακοκαιρίας» απάντησε ευγενικότατα η κοπελίτσα. «Έλα μωρέ, τι να το κάνεις το γάλα, αφού τα ?χεις μεγάλα» με ειρωνεύτηκε ο Μπάμπης γελώντας και η κοπελίτσα έμεινε με ανοιχτό στόμα. «Μπορεί να ?ναι μεγάλα, αλλά είναι πιο ωραία απ? τα δικά σας» είπε ο Νάσος πιάνοντας με από τη μέση σχεδόν χουφτώνοντας τα στήθια μου. «Και τα δικά μας ωραία είναι» είπε ο Μπάμπης πιάνοντας στα δυο του χέρια τα στήθια της Τασίας, ενώ εκείνη γελούσε ξεδιάντροπα, δίνοντας της ένα παθιασμένο φιλί στο λαιμό. Είχα κοκκινίσει απ? τη ντροπή μου και κατέβασα το κεφάλι να μην κοιτάω την κοπελίτσα που έχασκε με το στόμα ανοιχτό όση ώρα μας πείραζαν τα παιδιά μπροστά της. Μόλις απομακρυνθήκαμε άφησα τον καφέ σ? ένα τραπέζι και τράβηξα με το ζόρι την Τασία στις τουαλέτες, στο υπόγειο του μαγαζιού.
«Μα καλά δεν ντρέπεσαι καθόλου;» ρώτησα φωνάζοντας. «Δες ποιος μιλάει!» απάντησε φωνάζοντας υστερικά η Τασία. «Θύμισε μου λίγο, αλλά μάλλον εσύ φιλιόσουν με το Μπάμπη όσο εγώ του έπαιρνα πίπα. Κι αν δεν σε χούφτωνε ο Νάσος ή ότι άλλο σου ?κανε δεν ξέρω, ακόμα θα κρεμόσουν πάνω στο Μπάμπη μου! Και για να σου λύσω κάθε απορία, μην τυχόν και μου πεις πως μετά δεν του πήρες πίπα του Νάσου!» συνέχισε εξαγριωμένη. «Τσουλάρα!» γκάριξα θυμωμένη. «Γαμιόλα!» μου απάντησε στον ίδιο τόνο η Τασία. Κρατιόμασταν μετά βίας να μην αρπαχτούμε στα χέρια. «Τι τα ?κανες μωρή τα χύσια του;» με ρώτησε η Τασία σκάζοντας μου ένα μικρό χαμόγελο μέσα στο θυμό της. Δεν άντεξα, ξέσπασα σε γέλια. «Τα κατάπια, τι να ?κανα?» απάντησα. «Εσύ;» ρώτησα. «Θα μ? έπνιγε ο πούστης? Τα κατάπια, τι να ?κανα» είπε γελώντας η Τασία χρησιμοποιώντας τα λόγια μου περιπαιχτικά. Αγκαλιαστήκαμε προσπαθώντας να μην πέσουμε κάτω από τα γέλια. «Μωρέ ήμαστε κάτι καραπουτανάρες?» είπε η Τασία και συνέχισε: «Αν δεις την πούτσα του Μπάμπη, θα χεστείς απ? το φόβο σου, μου ξέσχισε τα σαγόνια». «Και του Νάσου μεγάλη είναι, αλλά μου τα πέταξε μέσα σ? ένα λεπτό ο πούστης!» είπα παραπονεμένη. «Πού να κρατηθεί ο άνθρωπος με τόσα που έγιναν, δικαιολογείται» με διαβεβαίωσε και κατευθύνθηκε σε μια τουαλέτα. «Αν θες, αλλάζουμε? δεν τους βλέπω να τραβάνε μεγάλο ζόρι ποια τους τσιμπουκώνει!» συνέχισε η Τασία όσο κατουρούσε με ανοιχτή πόρτα μπροστά μου. «Τασία!» είπα δυνατά. «Τι Τασία και Τασία? Σε τρώει με τα μάτια του ο καργιόλης» με διέκοψε. Αντί να μ? εξοργίσει, μου άρεσε αυτό που είπε. «Γλυκάθηκες, ε;» ρώτησε καθώς σήκωνε το βρακάκι της να κρύψει το περιποιημένο της κατάμαυρο μουνάκι.
Ναι, είχα φτιαχτεί με την ιδέα. «Άντε κατούρα, γιατί θα φαγωθούν πάλι οι μαλάκες πάνω» είπε και μ? έσπρωξε στην τουαλέτα, που ήταν μέχρι πριν λίγο αυτή. Ένιωθα άβολα, πρώτη φορά κατουρούσα μπροστά σε άλλη γυναίκα. Κατέβασα το καλσόν και το βρακάκι μου κοιτώντας την κατάματα. «Ξανθό μουνί, τρελό γαμήσι? Θα πάθει πλάκα ο Νάσος μόλις το αντικρίσει» είπε κοιτώντας το ξανθό μου τριγωνάκι όσο κατουρούσα. Σαν συγκάτοικοι είχαμε άνεση, κυκλοφορούσαμε γυμνόστηθες ή με τα βρακάκια μόνο, αλλά δεν είχαμε δει ποτέ η μια την άλλη γυμνή. Φτιαχτήκαμε λίγο στον καθρέφτη και ανεβήκαμε στα παιδιά.
«Κορίτσια, Αθήνα τέλος!» είπε γελώντας ο Μπάμπης. «Τι;» τσιρίξαμε κι οι δυο. «Λυπάμαι, αλλά έχετε αποκλειστεί» συμπλήρωσε ένας αστυνομικός που άκουσε τις τσιρίδες μας. «Σοβαρά μιλάτε; Τι θα κάνουμε; Που θα μείνουμε; Πότε θα φύγουμε;» ρωτούσα τον αστυνομικό σαν υστερική. «Ηρεμίστε δεσποινίς. Θα μείνετε προσωρινά εδώ, δεν κινδυνεύετε?, μέχρι να καθαρίσουν τον δρόμο. Έχει κι ένα μικρό ξενοδοχείο στα πεντακόσια μέτρα, αλλά πήγαμε κάτι γέροντες και δυο οικογένειες που είχαν ανήλικα μαζί τους. Αν θέλετε να σας πάμε» είπε. «Ρε συ, δεν έχω μία. Τα τελευταία τα ?φαγα σε καφέδες και κρουασάν» είπε ο Νάσος. «Ναι, εγώ νομίζεις έχω? Ένα χιλιάρικο και κάτι ψιλά?» συμπλήρωσε ο Μπάμπης. Κοιταχτήκαμε με την Τασία. «Τρεις και κάτι κέρματα» είπε. «Δεκαχίλιαρο!» είπα περήφανα. «Αρχίδια, δεν φτάνουν ούτε για μια μέρα» είπε ο Μπάμπης απογοητευμένος. «Και να φανταστείς ότι η γιαγιά μου μένει στα δέκα χιλιόμετρα από δω» συμπλήρωσε. «Α, ρε γιαγιά, με τα γεμιστά σου και τα τσίπουρα? Κάστανα στη φωτιά, το τζάκι να καίει?» συμπλήρωσε νοσταλγικά αναστενάζοντας. «Δεν μας πάνε αυτοί ως εκεί; Με ξελίγωσες» ρώτησε ο Νάσος θεωρώντας καλή την ιδέα του Μπάμπη, δείχνοντας μας, τους δύο αστυνομικούς που καθησύχαζαν τους υπόλοιπους επιβάτες. «Αυτό αφήστε το σε μας» είπε η Τασία και με τράβηξε ξωπίσω της.
Με τα πολλά, ωραία παιδιά ήταν οι αστυνομικοί, όμορφα κορίτσια και ?μεις, βάλαμε κι όλο το νάζι μας και την πουτανιά μας σε εφαρμογή και «πέσανε». Πάνω απ? όλα το καθήκον για τον συνάνθρωπο! Ψωνίσαμε σοκολάτες και κονιάκ, γερμανικό καφέ, γιατί επέμενε ο Μπάμπης πως δεν είχε στο σπίτι της γιαγιάς του, φορτώσαμε τα πράγματα μας στο τζιπ τους και ξεκινήσαμε για το χωριό. Το χωριό είχε αρκετά σπίτια, αλλά ζήτημα να είχε πέντε οικογένειες κι εκείνες γερόντια. Έμενε αποκλεισμένο κάθε χειμώνα για πολύ καιρό και οι περισσότεροι κατέβαιναν στην πόλη για το χειμώνα. Ο πατέρας του Μπάμπη έπαιρνε τη γιαγιά του κοντά τους, στην Αθήνα κάθε χρόνο, αλλά η κακοκαιρία ήταν ξαφνική και είχε αποκλειστεί το χωριό πριν προλάβει να την πάρει.
Η γιαγιά του ήταν πράγματι φοβερή. Μια γλυκιά γριούλα που έπεσε στην αγκαλιά του εγγονού και έκλαιγε απ? τη χαρά της? Έβγαλε τον πραγματικό εαυτό του Χαράλαμπου? Τον εκνεύριζε που τον φώναζε έτσι, αλλά δεν της έλεγε τίποτα, γιατί ήταν το όνομα του συχωρεμένου της άντρα. Έγινε γλυκός και τρυφερός μαζί της, σε αντίθεση με τον ατίθασο χαρακτήρα και την κυνικότητα που είχε σ? όλη τη διαδρομή.
Καθίσαμε με τους αστυνομικούς στο σαλόνι της, κοντά στο τζάκι και μας φίλεψε με του πουλιού το γάλα. Δεν άκουγε και πολύ καλά και την πειράζαμε που δεν καταλάβαινε τι λέγαμε. «Τυχερά παιδιά είστε που έχετε τέτοια γιαγιά. Να την προσέχετε. Άντε έτσι που το ?φερε ο Θεός να της κάνετε παρέα τις γιορτές?» είπε ο ένας απ? αυτούς. «Μπα, μέχρι αύριο θα κάτσουμε» είπε αφελέστατα η Τασία. «Μάλλον δεν έχετε καταλάβει? Όλη η Ελλάδα είναι αποκομμένη. Από το ?60 έχει να πέσει τόσο χιόνι. Ανοίξτε την τηλεόραση να δείτε την έκταση της κακοκαιρίας?» συνέχισε γελώντας ο αστυνομικός. Ανοίξαμε την τηλεόραση και κοιτούσαμε σχεδόν κλαίγοντας. Πάνε τα ψώνια, πάνε τα κλαμπ? Μανουλίτσα μουυυυ.
Με αναφιλητά σήκωσα το ακουστικό και πήρα τηλέφωνο στους δικούς μου. Είχαν σκυλιάσει απ? την αγωνία τους. Ευτυχώς τους καθησύχασε ο αστυνομικός, πως ήταν σε καλά χέρια, πως δε θα κρυώναμε μιας κι η γιαγιά είχε αρκετές προμήθειες και ξύλα για το χειμώνα και πως ήταν άγια γυναίκα και ήταν καλύτερα για μας να μείνουμε εκεί μέχρι να ανοίξουν οι δρόμοι, παρά σε μοτέλ ή στο εστιατόριο που μας βρήκαν. Πήρε κι η γιαγιά το τηλέφωνο κι έλεγε τα δικά της: «Σαν κόρη μου θα την προσέχω, θα την ταΐζω, δε θα κρυώσει?» και κάτι τέτοια, μιας και δεν άκουγε πολλά η καημένη. Το ίδιο σκηνικό και με τους γονείς των άλλων παιδιών? Μας πήρε κοντά μια ώρα να τους ειδοποιήσουμε όλους.
Όταν τελειώσαμε με την ιεροτελεστία αυτή, η γιαγιά έβαλε σε δυο καλάθια τυρί, γάλα, αυγά κι ένας θεός ξέρει τι άλλο και ξεπροβόδισε τους αστυνομικούς στο τζιπ τους. «Μου τα φέρνετε άμα ξαναπεράσετε, στην ευχή του θεού?» τους είπε. «Και συ γιαγιά, να ?σαι καλά. Καλές γιορτές και ότι επιθυμείς» συμπλήρωσε ο ένας απ? αυτούς. Καλύτερα δεν γινόταν για τη γιαγιά. Αλλά δεν άκουσε Χριστό απ? όσα της είπαν για να τους απαντήσει. Μόνο γελούσε χαρούμενη και τους κουνούσε το χέρι. Μόλις μπήκε μέσα ξανά, μας ξάφνιασε: «Και τώρα Χαράλαμπε που έφυγαν οι ξένοι μας, για πες μου, ποια απ? τις όμορφες τσούπρες είναι η κοπέλα σου;» Ο Μπάμπης έμεινε. Κοίταξε μια εμένα και μια την Τασία. Σηκώθηκε από τη θέση του και έκατσε στην αγκαλιά της Τασίας. «Αυτή είναι γιαγιά, Τασία τη λένε» φώναξε για να τον ακούσει. «Τασία; Καλά δεν έχει χριστιανικό όνομα;» ρώτησε ξινισμένη η γιαγιά. «Αναστασία» συμπλήρωσε το ίδιο δυνατά η Τασία. «Έτσι μπράβο», είπε η γιαγιά και πήγε στην κουζίνα να μας ετοιμάσει κάτι να φάμε.
Ώστε έτσι ε, διάλεξε τελικά ο κύριος Μπάμπης. Θα του δείξω εγώ, σκέφτηκα θυμωμένη. Τα παιδιά όμως συζητούσαν για την κακοκαιρία και τις προμήθειες κι άλλα τέτοια. Ευτυχώς, η γιαγιά είχε πράγματι προμήθειες για ένα λόχο. Ξύλα μπόλικα για τις σόμπες και ήταν και τρομερή μαγείρισσα. Φάγαμε και πέσαμε στους καναπέδες στο σαλόνι. Βάλαμε και κάστανα στη σόμπα και αράξαμε μπροστά στην τηλεόραση. Μόλις σκοτείνιασε, αποφασίσαμε κουρασμένοι απ? όσα είχαμε περάσει να πέσουμε για ύπνο. «Θα κοιμηθείτε εσείς κορίτσια στο μεγάλο κρεβάτι και θα στρώσω για τα αγόρια κάτω» είπε η γιαγιά. Κάτω, που κάτω, αναρωτήθηκα. Βοηθήσαμε τη γιαγιά να φέρει τα στρώματα στο υπνοδωμάτιο. Το κάτω ήταν ακριβώς δίπλα στο κρεβάτι μας? Στο ίδιο δωμάτιο!
Η γιαγιά έπεσε πρώτη για ύπνο κουρασμένη απ? την απρόσμενη χαρά που της δώσαμε κι εγώ με την Τασία μπήκαμε μαζί στο μπάνιο, γιατί ο θερμοσίφωνας ήταν παλιός, με ξύλα, και δεν θα έφτανε το νερό για όλους. «Κάντε γρήγορα, γιατί θα παγώσει το νερό» φώναζε ο Μπάμπης έξω από την πόρτα του μπάνιου. Γελούσαμε που θα κάνανε ντους με κρύο νερό και συνεχίσαμε να σαπουνιζόμαστε. Είχα μείνει να κοιτάζω την Τασία στα στήθια. Είχε πολύ ωραίο στήθος και οι ρόγες της ήταν ερεθισμένες από το κρύο που έκανε μέσα στο μικρό μπάνιο. Κι οι δικές μου ήταν το ίδιο ερεθισμένες, αλλά όχι από το κρύο. Σκεφτόμουν τι θα επακολουθούσε όταν βγαίναμε από το μπάνιο?
«Θα τον πηδήξεις;» ρώτησε η Τασία που κατάλαβε πως είχα «ξεφύγει». «Γλιτώνω, λες;» απάντησα γελώντας. «Απίθανο μου φαίνεται!» είπε η Τασία γελώντας κι αυτή. Σκουπιστήκαμε και βγήκαμε από το μπάνιο φορώντας μόνο νυχτικά. Τα μεγάλα μας στήθη, με τις ρόγες ερεθισμένες να σχηματίζονται κάτω απ? αυτά, κρέμονταν τρελαίνοντας τα αγόρια που περίμεναν έξω απ? το μπάνιο υπομονετικά. Πήγαμε κατευθείαν στο κρεβάτι και τυλιχτήκαμε κάτω από τις κουβέρτες και τα σεντόνια. Αγκαλιαστήκαμε να ζεσταθούμε γιατί παρά τη φωτιά που έκαιγε έκανε ακόμα αρκετό κρύο στο δωμάτιο. Μετά από λίγο μπήκαν τα αγόρια στο μπάνιο.
Πέντε λεπτά αργότερα μπήκαν τρέχοντας στο υπνοδωμάτιο με τις πετσέτες τυλιγμένες στη μέσου τους. «Καριόλες, χάθηκε να αφήνατε λίγο ζεστό νερό; Μου πάγωσε!» είπε μουσκεμένος ο Μπάμπης. «Έλα να στο ζεστάνω» είπε η Τασία και άνοιξε τα σκεπάσματα απ? τη μεριά της αφήνοντας να φανούν τα γυμνά της πόδια. Ξάπλωσε ανάμεσα τους με την πετσέτα ακόμα στη μέση του, βρεγμένος απ? την κορφή ως τα νύχια. Με μια κίνηση της η Τασία του την έβγαλε και την πέταξε στο πάτωμα και μετά άρπαξε την πούτσα του και την έχωσε στο μουνί της. Βόγκηξαν κι οι δυο από ηδονή μόλις μπήκε μέσα της. Θεέ μου, πηδιόταν δίπλα μου, λες κι εγώ δεν ήμουν εκεί. Φιλιόντουσαν παράφορα, καθώς ταλαντευόταν με αργές κινήσεις μέσα της.
«Θα περιμένω πολύ ακόμα;» είπα στον Νάσο, σηκώνοντας τα σκεπάσματα απ? τη μεριά μου και ανοίγοντας τα πόδια μου. Με κοιτούσε αποσβολωμένος και η πούτσα του ορθώθηκε ξεπροβάλλοντας απ? τη μικρή πετσέτα που ?χε στη μέση του. Τράβηξα το νυχτικό μου ψηλά, αποκαλύπτοντας το ξανθό μου μουνάκι κι έφερα το χέρι μου στην πρησμένη μου κλειτορίδα. Δίπλα μου η Τασία είχε βγάλει τη νυχτικιά της και βογκούσε από καύλα καθώς ο Μπάμπης την ξέσχιζε αλύπητα. Από τις έντονες κινήσεις τους είχαν πετάξει στο πλάι τα σκεπάσματα και πηδιόντουσαν ολόγυμνοι μπροστά μας. «Έλα να το γλύψεις, είναι σειρά σου να με γλύψεις» είπα στο Νάσο ναζιάρικα.
Ήρθε από πάνω μου και έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Με ρουφούσε αχόρταγα και με χούφτωνε από τα κωλομέρια. Πιάστηκα από τα κάγκελα του παλιού κρεβατιού που κουνιόταν πέρα δώθε από τα τέσσερα νεανικά κορμιά μας τρίζοντας, και φώναζα σαν πουτάνα: «Γλύψε με πούστη. Θέλω να τελειώσω στο στόμα σου. Να μάθεις άλλη φορά να με γλύφεις μέσα σε λεωφορείο. Γλύφε καργιόλη, γλύφε...Να μάθεις άλλη φορά να τελειώνεις στο στόμα μου?». Είχα κλειστά τα μάτια και είχα χάσει κάθε επαφή με το χώρο όσο μ? έγλειφε και με δάγκωνε μια στα κωλομάγουλα και μια ελαφρά στην κλειτορίδα που όταν τα άνοιξα είδα μονάχα την τεράστια πούτσα του Μπάμπη που ?χε πάρει θέση όρθιος μπροστά στο στόμα μου. Μέσα στο πάθος της στιγμής άνοιξα το στόμα μου και τον πήρα μέσα μου. Έχυσε αμέσως όλο το φορτίο του με ανακούφιση στο στόμα μου ενώ η Τασία χώθηκε ανάμεσα μας και ρουφούσε τα αρχίδια του. Ο Νάσος δεν είχε σταματήσει να μου πιπιλάει το μουνάκι που ?χε γεμίσει με καυτά υγρά δυο φορές ως τώρα.
Μόλις τελείωσε και τραβήχτηκε απ? το στόμα μου, τον πήρε η Τασία στο δικό της να τον «στραγγίσει» αλλά τον άφησε γρήγορα γιατί του ?χε πέσει τελείως. Ήρθε και με φίλησε στο στόμα βάζοντας τη γλώσσα της όσο πιο βαθιά μπορούσε ανακατεύοντας το σάλιο μας με τα χύσια του, μεγάλη ποσότητα των οποίων είχα καταπιεί μη μπορώντας να αναπνεύσω με την πούτσα του στο στόμα. Είχα τρελαθεί απ? την αναπάντεχη εξέλιξη, χωρίς να φανταστώ την επόμενη κίνηση της Τασίας. Με φίλησε για τελευταία φορά και μου ?βγαλε το νυχτικό, αφήνοντας με εντελώς γυμνή και μου χούφτωσε τα βυζιά. «Δεν είμαι καμιά λεσβία, αλλά αυτά τα βυζιά τα ?χω βάλει στο μάτι» είπε κι άρχισε να τα πιπιλάει. Σε λίγο με πλησίασε και ο Μπάμπης. Έπιασε το ένα μου βυζί, το ζούληξε λίγο και μετά το έβαλε στο στόμα του.
Με χούφτωναν και δάγκωναν κι οι δυο τους τις ρόγες μου, ενώ ο Νάσος μου ?χε βάλει δυο δάχτυλα στο μουνάκι κι ένα στο κωλαράκι και με «γαμούσε» μ? αυτά καυλωμένος. Η πετσέτα του είχε πέσει από ώρα και η πούτσα του έφτανε στον αφαλό του, χοντρή και καυλωμένη. Με πονούσε το κωλαράκι αλλά η καύλα μου ήταν τόσο μεγάλη που δεν έδινα σημασία. Σε μια φάση η Τασία με άφησε και χώθηκε κάτω απ? τον Νάσο. Την έβλεπα αρκετά καλά. Πήρε ευλαβικά τ' αρχίδια του στο στόμα της και μετά όλη την πούτσα του. Του την έπαιζε και τη ρουφούσε παράλληλα όσο ο Μπάμπης με φιλούσε σ? όλο το σώμα. Ο Νάσος δεν άντεξε και έχυσε αφήνοντας τη θέση του στον Μπάμπη. Η Τασία ρούφηξε με μανία τα υγρά του μην αφήνοντας ούτε σταγόνα να της ξεφύγει και ήρθε δίπλα μου όσο ο Μπάμπης με προετοίμαζε από πίσω με τα δυο του δάχτυλα χωμένα στο μικρό μου κωλαράκι. Με φίλησε και άφησε τα υγρά του Νάσου στο στόμα μου πασαλείβοντας τα πάνω στα χείλη μου με τη γλώσσα της. «Αυτά είναι του δικού σου? Είναι πιο αλμυρά απ? του Μπάμπη, δεν νομίζεις;» με ρώτησε τρίβοντας ταυτόχρονα το μουνάκι της. Δεν κατάφερα να απαντήσω, γιατί ο Μπάμπης είχε σηκώσει τα πόδια μου πάνω από τους ώμους του, διπλώνοντας με στα δύο και αρχίσει να χώνει λίγο λίγο την τεράστια του πούτσα στον κώλο μου. Σφάδαζα από τον πόνο. Η μοναδική φράση που κατάφερα να αρθρώσω ήταν: «Πούστη με ξέσχισες?» και συνέχισα να δαγκώνω το μαξιλάρι μου που το ?χα πάρει στην αγκαλιά μου όσο με «άνοιγε» από πίσω.
Δεν έβλεπα τι γινόταν γιατί είχα κρύψει το πρόσωπο μου με το μαξιλάρι και το μοναδικό που με ενδιέφερε ήταν πότε θα τελειώσει με τον κώλο μου ο Μπάμπης. Ευτυχώς αποφάσισε να με πάρει και από μπροστά και με ανακούφιση αισθάνθηκα την πούτσα του να χώνεται στο μουνάκι μου. Κατέβασα το μαξιλάρι κα τον φιλούσα ερεθισμένη, όταν με την άκρη του ματιού μου είδα την Τασία στα τέσσερα να τον παίρνει απ? τον κώλο. Ο Νάσος την ξέσχιζε κανονικά, κι εκείνη ακολουθώντας το δικό μου παράδειγμα είχε πάρει στο στόμα ένα μαξιλάρι και το δάγκωνε λυσσασμένα. Μόλις ανέκτησα τις δυνάμεις μου, γύρισα τον Μπάμπη ανάσκελα και ανέβηκα στην πούτσα του. Ανεβοκατέβαινα με τρελό ρυθμό χώνοντας την όλη μέσα μου. Επιτέλους τον πηδούσα εγώ. Προφανώς αυτό ήθελα απ? την αρχή?
Όταν ο Νάσος με είδε να πηδάω το φίλο του, άφησε την Τασία και ήρθε πίσω μου, σπρώχνοντας με πάνω στον Μπάμπη. Έβαλε τη γλώσσα του πάνω στον μισάνοιχτο κώλο μου και μετά έφτυσε μέσα του δυο τρεις φορές. Χριστέ μου σκέφτηκα, θα με πάρει κι αυτός από πίσω. Πολλές φορές φαντασίωνα δυο άντρες μαζί, ένα στον κώλο κι ένα στο μουνί, αλλά δεν πίστευα ότι θα συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο. Η κίνηση του Νάσου όμως μόλις χώθηκε στο κωλαράκι μου, το ?κανε πραγματικότητα. Με ξεσχίζανε χωρίς λύπηση κι οι δυο, ενώ η κολλητή μου αυνανιζόταν ξαπλωμένη δίπλα μου, φιλώντας πότε πότε, το Μπάμπη. Αυτός ήταν που χάλασε και τη μαγεία καθώς με απώθησε για να βγάλει την πούτσα του απ? το μουνάκι μου. Σχεδόν ταυτόχρονα βγήκε και ο Νάσος. Πήγαν κι οι δυο πάνω απ? την Τασία που αυνανιζόταν και παίζανε τις πούτσες τους μπροστά στο πρόσωπο της. Εκείνη με τη σειρά της τις έπαιρνε μία μία στο στόμα.
Άρπαξα κι εγώ την ευκαιρία και χώθηκα στα υγρά της σκέλη. Μπορεί εσύ να ήθελες να μου βυζάξεις τα βυζιά, εγώ ήθελα να σου ρουφήξω το μουνάκι, σκέφτηκα, φέρνοντας τα λόγια της στο μυαλό μου. Την ήθελα από τότε που κατούρησε μπροστά μου στην τουαλέτα του καταστήματος. Κρατήθηκα μέσα στο μπάνιο και δεν της ρίχτηκα, νομίζοντας πως ήταν η καύλα που είχα για τον Μπάμπη, αλλά πλέον είχα πειστεί πως ήθελα να τη ρουφήξω. Της έπαιζα την κλειτορίδα και έχωνα τη γλώσσα μου μέσα στο μουνάκι της. Το θέαμα τους ξάφνιασε και τους τρεις, με αποτέλεσμα την ώρα που τα υγρά της Τασίας δειλά βρέχανε τα χείλη μου, τα δικά της χείλη γέμισαν με τα πηχτά χύσια του Μπάμπη και του Νάσου. Την είχαν αφήσει να γλείφεται καυλωμένη, πασαλειμμένη με χύσια σε όλο το πρόσωπο, στα μαλλιά, στο λαιμό, στα στήθια, και ξάπλωσαν δίπλα της και απολάμβαναν το θέαμα. Ανέβηκα κι εγώ στην αγκαλιά της και τη φιλούσα στο στόμα αδιαφορώντας για τα χύσια που την είχαν λούσει ολόκληρη. Χαθήκαμε σε ένα βαθύ φιλί που μου ?κοψε την ανάσα και λερώθηκα με τους κόπους των παιδιών σε όλο μου το πρόσωπο. Αποκαμωμένη πήρα στην αγκαλιά μου το Νάσο και κοιμήθηκα ενώ το ίδιο έκαναν και η Τασία με τον Μπάμπη.
Το πρωί μας ξύπνησε η γιαγιά του Μπάμπη. Είχε μπει μέσα στο δωμάτιο και μας σκουντούσε να ξυπνήσουμε. Κρύφτηκα κάτω απ? την κουβέρτα απ? την ντροπή ανταλλάσσοντας βλέμματα με την Τασία που ?χε κάνει το ίδιο. Η μαλακισμένη η Τασία γελούσε με την κατάντια μας. «Θα μας πετάξει στο δρόμο σαν πουτάνες» είπα θυμωμένη. Εκείνη απτόητη έπιασε την πούτσα του Μπάμπη που κοιμόταν ανάμεσα μας και υψωνόταν περήφανη από την πρωινή καύλα και άρχισε να την παίζει γελώντας. Ευτυχώς η γιαγιά την «έκανε» με ελαφρά πηδηματάκια για την κουζίνα κλείνοντας την πόρτα πίσω της. «Λες;» είπα περίεργη και κοίταξα προς το μέρος του Νάσου. Το ίδιο αγέρωχα υψωνόταν και η πούτσα του Νάσου. Την πήρα αμέσως στο στόμα, κάνοντας τον να ριγήσει στη ζεστή ανάσα μου πάνω στα αρχίδια του. «Εσένα δε θυμάμαι να σε έχω πηδήξει» είπα γελώντας και συνέχισα να του ρουφάω την πούτσα παίζοντας την μέχρι να τελειώσει. Αυτή τη φορά ο Μπάμπης είχε τελειώσει πρώτος.
Κατεβήκαμε αμήχανα πρώτες και κατακόκκινες από ντροπή στο σαλονάκι της γιαγιάς. Το τζάκι έκαιγε για τα καλά και είχε ζεστάνει η ατμόσφαιρα ενώ το τραπέζι ήταν γεμάτο με ότι καλύτερο είχε στην κουζίνα της η γιαγιά. «Μέλι και καρύδια κι ένα ζεστό ποτήρι γάλα. Να πάρετε δυνάμεις, γιατί τα παλικάρια είναι πεινασμένα για έρωτα. Θα αρρωστήσετε και θα με ντροπιάσετε στους γονείς σας. Τους έδωσα το λόγο μου πως θα σας προσέχω?» είπε η γιαγιά και μας έκανε ένα με το πάτωμα. Ακόμα και η Τασία που ήταν κάπως σκληρόπετση δάκρυσε από την ντροπή της. «Ααα, δε θέλω τέτοια. Στη γιαγιά δε χωράνε ντροπές. Δε θέλω να κλαίτε?» είπε και κάθισε ανάμεσα μας, πιάνοντας τα γόνατα μας με στοργή και συνέχισε: «Τα παλιά τα χρόνια, ήμασταν πολύ φτωχοί και μέναμε όλοι μαζί σ? ένα σπίτι. Δεν είχαμε λεφτά για ξύλα και κοιμόμασταν πέντε και δέκα νοματαίοι σ? ένα δωμάτιο. Όταν με παντρεύτηκε ο συχωρεμένος ο Χαράλαμπος, δεν είχε λεφτά να ανοίξουμε σπιτικό και μένα η προίκα μου ήταν μικρή, λίγα στρέμματα γης, ένα ζευγάρι βόδια και τα φτιασίδια μου. Κοιμόμουν στο πατρικό τους δίπλα στις αδερφές του, που ?ταν κορίτσια της παντρειάς και δίπλα στη νύφη του και τον αδερφό του. Ο γιος μου ο Νικόλας, ο πατέρας του Χαράλαμπου, έχει την ίδια ηλικία με τον ξάδερφο του. Την ίδια βραδιά τους «πιάσαμε». Δίπλα δίπλα με τον Αλέκο και την Άννα? κάναμε έρωτα. Τώρα αλλάξανε τα έθιμα, κάνουν έρωτα οι κοπέλες ανύπαντρες? Τουλάχιστον εσείς το θέλετε και κοιμάστε όλοι μαζί, για μας ήταν ανάγκη».
Η γιαγιά μας είχε αφήσει με ανοιχτό το στόμα. Μπράβο γιαγιά αντιλήψεις! Σεξουαλική διαπαιδαγώγηση πρωινιάτικα? Πέσαμε με τα μούτρα στο φαΐ, «να πάρουμε δυνάμεις», κι εκείνη πήγε να κατεβάσει τα αγόρια που από τη ντροπή τους δεν τολμούσαν να βγουν από το υπνοδωμάτιο.
Μέχρι σήμερα το πρωί που ήρθε στο χωριό ο πατέρας του Μπάμπη να μας πάρει, δεν αφήσαμε ευκαιρία ανεκμετάλλευτη να κάνουμε έρωτα. Το κάναμε στα χιόνια που βγήκαμε τάχα να παίξουμε χιονοπόλεμο, το κάναμε στον αχυρώνα, στο μπάνιο και οι τέσσερις μαζί, στο σαλόνι με τη γιαγιά να μαγειρεύει στην κουζίνα και φυσικά κάθε βράδυ στο κρεβάτι. Αλλάζαμε συντρόφους χωρίς ζήλια και με την Τασία προχωρήσαμε ακόμη περισσότερο, σε σημείο που τη θεωρώ τώρα ερωμένη μου. Αναρωτιέμαι αν μπορέσω ποτέ μου να κάνω μια σχέση που θα περιορίζεται στο ένα άτομο, ανεξαιρέτως φύλλου. Για αρχή όμως, αποφασίσαμε να συγκατοικήσουμε με τα αγόρια, κρυφά απ? τους γονείς μας, μόλις επιστρέψουμε στην Κομοτηνή.
Νομίζω πως οι δικές μου οι γιορτές ήταν λίγο νωρίτερα φέτος, και αν δεν είχαν φύγει οι γονείς της Τασίας για διακοπές στην Τυνησία, αφήνοντας την μόνη σπίτι, θα σας έγραφα πιο αναλυτικά την περιπέτεια μου. Αλλά ξέρετε βιάζομαι, γιατί κανόνισα με τους δικούς μου να κοιμηθώ σήμερα στης Τασίας, να μη «φοβηθεί» μόνη κοπέλα στο σπίτι και πρέπει να ?ναι ο Νάσος με τον Μπάμπη αυτοί που κορνάρουν απ? το αυτοκίνητο. Έχουν περάσει λίγες ώρες από τότε που φτάσαμε στην Αθήνα, και μου λείπουν και οι τρεις τους?"