Τα περήφανα γηρατειά θυμούνται
Δεν ξέρω αν θα σας αρέσουν αυτά που έχω να σας διηγηθώ, αλλά θα ήθελα για πολλούς και ποικίλους λόγους να τα μοιραστώ μαζί σας. Έχουν περάσει εξάλλου πάρα πολλά χρόνια από τότε και δεν σκοπεύω να θίξω ανθρώπους και συνειδήσεις.
Δεν έχω μοιραστεί αυτή την εμπειρία μου με κανέναν παρά μόνο με έναν πολύ καλό μου φίλο, ο οποίος ακόμη και σήμερα δεν χορταίνει να την ακούει ξανά και ξανά, όποτε βρισκόμαστε, τόση εντύπωση του έκανε από την πρώτη φορά που του την διηγήθηκα.
Κατ' αρχήν θέλω να σας πω, πως ανήκω σε αυτούς που τους αρέσει η ενασχόληση με τον υπολογιστή και παρ' ότι ο υπολογιστής δεν αποτελεί προϊόν της γενιάς μου είναι κάτι που εκτός του ότι είναι απαραίτητο εδώ και αρκετά χρόνια, είναι και πολύ εποικοδομητικό, τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο.
Αλλά νομίζω ότι είναι καιρός να αρχίσω την αφήγηση μου: Έχω πια πατήσει τα εβδομήντα μου και αν και λυπάμαι βέβαια που δεν είμαι πια νέος, μπορώ να πω ότι την έζησα την ζωή μου και τα γεγονότα που θα σας αφηγηθώ είναι κατά κάποιον τρόπο το κύκνειο άσμα μιας έντονης και πολυτάραχης ζωής.
Η ιστορία αρχίζει πριν από ακριβώς 20 χρόνια σε κάποια πόλη της δυτικής ακόμη τότε Γερμανίας. Ήταν άνοιξη του 1988. Έμενα στην πόλη αυτή από το 1960 στην οποία είχα βρεθεί από παλικαράκι σαν μετανάστης. Το 1988 ήμουν ένας μεσήλικας 52 ετών και είχα ένα κατάστημα που εμπορευόταν λαχανικά και φρούτα. Παρά την ηλικία μου μπορώ να πω ότι κρατιόμουν αρκετά καλά, καθ' ότι ανήκα και ανήκω στους ανθρώπους εκείνους στους οποίους άρεσε η άσκηση και πολύ περισσότερο το βάδισμα και οι μακριοί περίπατοι. Την χρονιά αυτή λοιπόν γνώρισα και την μεγαλύτερη ηδονή στην ζωή μου.
Ήταν η αποφοιτήρια χρονιά για την τρίτη τάξη του Λυκείου στο ελληνικό λύκειο της πόλης και έβλεπα πολλές φορές τα παιδιά να περνούν μπροστά από το κατάστημα μου, το οποίο και ήταν 2 δρόμους παρακάτω. Μετά το τέλος των μαθημάτων είχα άριστες σχέσεις μαζί τους και πολλά με χαιρετούσαν εγκάρδια, αλλά με μια από της μαθήτριες έμελλε να νιώσω ότι δεν είχα νιώσει ποτέ ως τότε. Είχα ακούσει πολλές ιστορίες από πολλούς γνωστούς για διάφορες ερωτικές εμπειρίες που είχαν και ομολογώ ότι αισθανόμουν πολύ άβολα στις αφηγήσεις τους του τύπου: «αυτή θέλω πολύ να την γλύψω της ή της σκίσω το κωλαράκι».
Όλα αυτά τα θεωρούσα αηδιαστικά και θεωρούσα ότι το σεξ είναι κάτι πολύ στερεότυπο, όπως το έκανα με την γυναίκα μου όπου απλώς και μόνο ο ένας ανοίγει τα μπούτια του και ο άλλος το βάζει και κουνιέται για μερικά λεπτά μέχρι να χύσει και τελείωσε.
Πολύ σύντομα όχι απλώς θα αναθεωρούσα τα πάντα, αλλά θα έμπαινα σε μια τελείως καινούργια λογική γύρω από τον σεξ.
Μια από της μαθήτριες μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και της είχα κάποια ιδιαίτερη αδυναμία και ομολογώ ότι μου άρεσε και σαν γυναίκα. Το όνομα της ήταν Βούλα και ήταν στα 20 της. Κάθε φορά που την έβλεπα αισθανόμουν περίεργα. Κολλούσα τα μάτια μου πάνω της χωρίς να μπορώ να τα ξεκολλήσω για όσην ώρα της κοίταζα. Ήταν σαν να ανακατευόμουν και να είχα μια αίσθηση της απώλειας του χώρου για όση χρονική διάρκεια την κοίταζα. Ήταν γύρω στο 1.75 με ίσια μακριά κατάμαυρα μαλλιά ως την πλάτη. Στο πρόσωπο έμοιαζε πολύ με την ηθοποιό Τζόαν Τσεν την οποία την είχα δει εκείνες της μέρες στην ταινία του Μπερτολούτσι «ο τελευταίος αυτοκράτορας», ταινία η οποία μου άρεσε πολύ και μου έκανε ωραία εντύπωση.
Ήταν πληθωρική γυναίκα αλλά όπως συνήθιζα να λέω με σωστή κατανομή του βάρους, με μεγάλο στήθος με μεγάλα και στρογγυλά κωλομέρια και παχιές μπουτάρες. Πάντοτε έβαφε τα χείλη της με ένα έντονο κόκκινο κραγιόν χωρίς άλλο μέικ απ. Είχε μια φωνή έντονη πολύ θηλυκιά και πολύ αισθησιακή και ένα δέρμα κάτασπρο. Το χαμόγελό της ήταν πολύ ζεστό και έντονο σαν μικρού παιδιού. Βέβαια ήξερα ότι θα μπορούσε να ήταν κόρη μου αλλά παρ' όλα αυτά δεν σταματούσα να την καμαρώνω και να την θαυμάζω και να αισθάνομαι πολύ περίεργα κάθε φορά που την έβλεπα. Το καλησπέρα της αντηχεί ακόμη στα αυτιά μου, μετά από τόσα χρόνια.
Μια μέρα παρατήρησα κάτι το οποίο με ερέθισε αφάνταστα. Ένα απόγευμα μετά το τέλος του μαθήματος, την είδα να βγαίνει με μια άλλη κοπέλα από το λύκειο και καθώς έφτασαν μπροστά στο κατάστημα μου, αποχαιρετιστήκαν καθώς πήγαιναν προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Εκτός από τα: «γεια σου», «θα τα πούμε αύριο», φιλήθηκαν σχεδόν στο στόμα. Η εικόνα αυτή είχε καρφωθεί στο μυαλό μου και δεν έφευγε για μέρες. Μέχρι κάποια Παρασκευή που ξημέρωσε σαν όλες τις άλλες, αλλά δεν είχα ιδέα ότι το βράδυ θα πήγαινα για ύπνο σαν τελείως διαφορετικός άνθρωπος.
Το απόγευμα εκείνο το μάθημα τελείωσε σχεδόν την ίδια ώρα όπως πάντα, και όλοι έφευγαν για τα σπίτια τους μέσα σε έντονη χαρά και φωνές για το επικείμενο σαββατοκύριακο. Η Βούλα ήταν από τους τελευταίους που έφυγαν. Περνώντας μπροστά από το κατάστημα μου είπε καλησπέρα και κοντοστάθηκε μπροστά σε ένα κασόνι με ωραίες ντομάτες Βελγίου που μου είχε έρθει το μεσημέρι.
- «Παρακαλώ κοπελιά, μπορώ να σε βοηθήσω;» την ρώτησα.
- «Ωραίες ντομάτες!» μου είπε. «Θα μου βάλεις 4-5;»
- «Ευχαρίστως!» της είπα.
- «Ξέχασαν τα ψωνίσουν οι δικοί σου σήμερα;» συνέχισα χαριτολογώντας.
- «Όχι, αλλά οι γονείς μου δουλεύουν στο μαγαζί» μου είπε «και δεν ξέρω τι θα βρω στο σπίτι.»
Και εκείνη την έντονη ηδονική φωνή της. άρχισα να νιώθω πολύ μεγάλη ένταση και δεν ήξερα τι να κάνω. Πρώτη φορά στην ζωή μου ένιωθα έτσι, και σε αυτή την ηλικία μου φαινόταν κάπως. Με δυσκολία κρατούσα σταθερό το χέρι μου καθώς τις τοποθετούσα πάνω στην ζυγαριά. «Θα σωριαστώ κάτω» έλεγα μέσα μου. χωρίς να έχω συναίσθηση του τι λέω, της είπα:
- «Είσαι πολύ όμορφη σήμερα Βούλα!»
- «Με ξέρεις.;» μου απάντησε.
- «Απλώς ακούω που συζητάς με τα παιδιά καμιά φορά.» της είπα, «και άκουσα το όνομα σου».
Και της έβαλα τις ντομάτες στην πλαστική σακούλα.
Φεύγοντας πέρασε από μπροστά μου καθώς η ζυγαριά ήταν στο μπροστινό μέρος του καταστήματος. Ένιωσα την ζεστή ανάσα της στο πρόσωπο μου. Θα ήθελα τόσο να της πάρω ένα φιλί και όντως το έκανα, δεν μπόρεσα να αντέξω άλλο. Καθώς πέρασε από μπροστά μου για να βγει την φίλησα στα πεταχτά και αυθόρμητα σχεδόν στο στόμα, εκεί που την είχε φιλήσει την προηγούμενη φορά και η φίλη της. Πετάχτηκε σαν να την είχε χτυπήσει το ρεύμα.
- «Τι έκανες;» μου είπε με έντονο ύφος.
- «Σου ζητώ συγγνώμη..» της είπα, «θα ήθελα 2 λεπτά να σου εξηγήσω»
- «Ακούω..» μου απάντησε ευθέως αλλά με σχετικά πιο ήρεμο ύφος.
Της εξήγησα ότι δεν άντεξα, ότι κόντευα να σωριαστώ κάτω και ότι την παρατηρώ για μήνες τώρα.
- «Αισθάνομαι τόσο απαίσια για αυτό που έγινε..» της είπα. «Πίστεψε με δεν το έκανε επίτηδες, αλλά επειδή μου αρέσεις όσο δεν φαντάζεσαι. Ξέρω πως είμαι μεσήλικας και είσαι κοπελίτσα».
Ηρέμησε και ήρθε δίπλα μου και μου έπιασε το χέρι.
- «Ηρέμησε.» μου είπε, «όλα είναι εντάξει. Δεν έγινε και τίποτα φοβερό.»
Και με κοίταξε με εκείνα τα μεγάλα καστανά μάτια της. Για μερικά δευτερόλεπτα την κοίταξα και εγώ και τότε συνέβη το απροσδόκητο!
Πλησίασα ξανά τα χείλη της και τα φίλησα. Δεν τραβήχτηκε αυτή την φορά αλλά με έπιασε από τους βραχίονες πιέζοντας και αυτή τα απαλά χείλη της πάνω στα δικά μου.
- «Δεν έχω κάνει ποτέ έρωτα με άντρα» μου είπε «αλλά θα ήθελα μαζί σου.»
Το στομάχι μου έγινε κόμπος και κόντεψε να φτάσει στο λαιμό μου. Σηκώθηκα και παρά το γεγονός ότι δεν ήταν ακόμη ώρα να κλείσω, κατευθύνθηκα προς την εξώπορτα του καταστήματος και την κλείδωσα αδιαφορώντας στην κυριολεξία για τα κασόνια με τα φρούτα και τα λαχανικά που είχα μπροστά στην είσοδο. Στο βάθος του μανάβικου ήταν ένα χώρος περιφραγμένος, εκεί έκανα ταμείο κάθε μέρα, είχα και έναν καναπέ σε μια γωνία όπου πολλές φορές ξεκουραζόμουν τις μέρες που το ωράριο ήταν σπαστό καθώς το σπίτι μου ήταν κάπως μακριά.
Με απανωτά φιλιά και χάδια στην πλάτη και στα μακριά μαύρα μαλλιά της, την οδήγησα στο χώρο εκείνο και καθίσαμε στον καναπέ ενώ της φιλούσα το λαιμό. Με είχε αγκαλιάσει και απολάμβανε κάθε φιλί μου πάνω στην λευκή σάρκα του λαιμού της. Το δέρμα της ήταν απαλό σαν μετάξι. κάποια στιγμή, ένιωσα τα χείλη της να φιλούν τον λαιμό μου. Ο πούτσος μου κόντευε να σκίσει το παντελόνι μου!
Έκανε πίσω και με κοίταξε με ένα ύφος τόσο ηδονικό, που ένιωσα την αναπνοή μου να γίνεται κόμπος. Έβγαλε την μπλούζα που φορούσε και δεν πίστευα αυτό που έβλεπα: δυο αρκετά μεγάλες, κρεμαστές μεν, αλλά πολύ αισθησιακές βυζάρες μέσα σε ένα κόκκινο δαντελένιο σουτιέν με κοιτούσαν! Δυο χοντρές σκουρόχρωμες ρώγες φαινόταν μέσα από την δαντέλα. Την αγκάλιασα πάλι και την ξαναφίλησα στα χείλη ενώ οι παλάμες μου άρχισαν να εξερευνούν το μπούστο της.
Έφτασα στους ώμους της και της κατέβασα τις τιράντες τραβώντας τες προς τα κάτω. οι βυζάρες της ξεπρόβαλαν με τις ρώγες της πρησμένες από τον ερεθισμό. Τις έπιασα και τις δυο, τις ζούληξα την μια κολλητά με την άλλη, και άρχισα έναν τρελό χορό με τα χείλη και την γλώσσα μου πάνω τους. Άκουγα την αναπνοή της να γίνεται όλο και πιο βαριά και βογκητά ηδονής γέμισαν τους τοίχους και τα αυτιά μου.
- «Αχ.. αχ. αχ! Τι όμορφα που μου το κάνεις! Θέλω κι άλλο.»
Έριχνα φευγαλέες ματιές στο παραμορφωμένο από την ηδονή πρόσωπο της. τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα καθώς τα έγλειφε με την γλώσσα της κάθε λίγο, το χέρι της με νύχια βαμμένα σε έντονο κόκκινο χρώμα χάιδευε τον πούτσο μου πάνω από το παντελόνι μου. Καθώς έγλυφα για αρκετά λεπτά της βυζάρες της, άνοιξα το παντελόνι μου κάποια στιγμή και το κατέβασα μαζί με το εσώρουχο μου ως τους αστραγάλους. και αφήνοντας τις βυζάρες της που είχαν κοκκινίσει από το έντονο ζούληγμα και το γλύψιμο, την φίλησα στα χείλη αρκετές φορές και της κατηύθυνα το κεφάλι της προς το στέρνο μου ενώ το χέρι της έπαιζε τον πούτσο μου.
Ένιωθα τα χείλη και την γλώσσα της να κάνουν κύκλους πάνω στο στομάχι και στην κοιλιά μου και άρχισα να έχω σπασμούς. Έπιασα τον πούτσο μου και τον έτριψα απαλά πάνω στο μάγουλο της.
- «Χάιδεψε το με την γλωσσίτσα σου κοπελάρα μου» της είπα, «μη φοβάσαι.»
Η γλώσσα της άρχισε δειλά να κάνει κύκλους πάνω στο πουτσοκέφαλό μου και εγώ της είχα κάνει τα μακριά της μαλλιά στην άκρη προς την μια πλευρά και της χάιδευα το πρόσωπο. Πιέζοντας ελαφρά το κεφάλι της προς τα κάτω, κουνούσα τον πούτσο μου πάνω στα χείλη της και ένιωθα την γλώσσα της να με γλύφει ελαφρά.
Σταδιακά το πουτσοκέφαλό μου χάθηκε μέσα στο στόμα της. ένιωθα την απόλυτη τρέλα του ζεστού της στόματος να αγκαλιάζει όλο και περισσότερο τον πούτσο μου και την γλώσσα της να κάνει κύκλους γύρω του. Σε λίγο δεν ελεγχόταν πλέον. είχε σκύψει από πάνω μου και έγλυφε δυνατά σχεδόν όλο τον πούτσο μου σαν να τον θήλαζε και η γλώσσα της τον πλαγιοκοπούσε από κάθε πλευρά. Είχα βάλει το χέρι μου από κάτω και της χούφτωνα το στήθος και έτριβα την ερεθισμένη ρώγα της. Έπιασα τον πούτσο μου κάποια στιγμή και τον έβγαλα από τον ζεστό γλυκό στόμα της και το σήκωσα προς τα πάνω. Η γλώσσα της άρχισε να τον γλύφει πάνω-κάτω και να φτάνει μέχρι τα αρχίδια μου.
Δεν άντεχα άλλο, την σήκωσα πάνω και την φίλησα παθιασμένα στο στόμα πολλές φορές, την ξάπλωσα πάνω στον καναπέ και της έβγαλα τα μαύρα παντοφλέ παπούτσια που φορούσε και τις άσπρες αθλητικές κάλτσες. της άνοιξα τις μπουτάρες της και φτάνοντας στην μέση της, της άνοιξα το παντελόνι της και της το έβγαλα. Το κόκκινο δαντελένιο εσώρουχο της ήταν ασορτί με το σουτιέν της που είχε γίνει σαν μια λωρίδα στο ύψος της κοιλιάς της. Της τράβηξα σιγά-σιγά το σλιπ της και της το έβγαλα και αυτό. Η μουνάρα της ήταν παχιά και χυμώδης με τα μουνόχειλα της να προεξέχουν ελάχιστα. ΟΧΙ δεν αηδίαζα πια από τίποτα, είχα μια τρελή επιθυμία να της γλύψω την μουνάρα της την κωλοτρυπίδα της, και να χύσει ότι έχει και δεν έχει πάνω στην γλώσσα μου.
Της έπιασα την μπουτάρα της και της την χάιδευα κοιτάζοντας την με λάγνο βλέμμα. Η πατούσα της ήταν μπροστά μου. Τα δάχτυλα της ήταν κάπως χοντρά αλλά καλοσχηματισμένα. Τα πήρα στο στόμα μου δειλά στην αρχή, αλλά άρχισα να της τα γλύφω όλο και πιο έντονα καθώς και την πατούσα της. Η απαλή σάρκα της πατούσας της με τρέλαινε καθώς την έγλυφα. Σε λίγο κατέβηκα με την γλώσσα μου βήμα-βήμα ως το εσωτερικό μέρος της μπουτάρας της. η νεανική σάρκα της γινόταν όλο και πιο λεία, τέτοια αίσθηση είχα. Έφτασα μπροστά στα μουνόχειλα της που προεξείχαν λίγο από το παρθενικό μουνάκι της, τα ακούμπησα με την άκρη της γλώσσας μου. τινάχτηκε λίγο. Με τους αντίχειρες μου της άνοιξα το μουνί και έχωσα σχεδόν όλο το στόμα μου μέσα του.
Ένας δυνατός και έντονος αναστεναγμός ακούστηκε. Τα μάτια μου ήταν καρφωμένα στο όμορφο πρόσωπο της καθώς τα χείλη μου ρουφούσαν με όλο και μεγαλύτερη μανία τα μουνόχειλα της. Κραυγές και σπασμοί ηδονής γέμισαν τους τοίχους.
- «Αχ. αχ. κι άλλο. κι άλλο. μην σταματάς. σβήνω!»
Οι αντίχειρες μου κρατούσαν την μουνάρα της ορθάνοιχτη και εγώ έχωνα την γλώσσα όσο πιο βαθιά μέσα της μπορούσα, βύζαινα την πρησμένη κλειτορίδα της, ρουφούσα τα μουνόχειλά της και την γαμούσα με την γλώσσα μου για πολύ ώρα. Έχυνε συνέχεια, και ρουφούσα όλα τα γλυκά της χύσια σαν να μην ήθελα να αφήσω σταγόνα να πάει χαμένη.
Τράβηξα κάποια στιγμή το καταμουσκεμένο πρόσωπο μου από την μουνάρα της που έσταζε ακόμη και της άνοιξα τα κωλομέρια ακουμπώντας με την άκρη της γλώσσας μου την κωλοτρυπίδα της. Τινάχτηκε! Η αίσθηση που είχε ήταν σαν από δέρμα μωρού. Έκανα την γλώσσα μου σπάτουλα. της έγλυφα δυνατά την κωλοτρυπίδα της ενώ σφάδαζε από την καύλα και τρανταζόταν από σπασμούς. Δεν άντεχα άλλο, ήθελα να την γαμήσω επιτέλους!
Σηκώθηκα και της άνοιξα τα πόδια πιάνοντας τα από της πατούσες της, τις έγλυψα και τις δυο για λίγο και οδήγησα το πούτσο μου στην μουσκεμένη μουνάρα της. Έτριψα το πουτσοκέφαλο μου πάνω της και το πίεσα μέσα. Τραβήχτηκε και μια έκφραση πόνου σχηματίστηκε στο πρόσωπο της.
- «Σιγά-σιγά.» μου είπε. «Μη με πονέσεις.»
Έσκυψα από πάνω της καθώς ήμουν ανάμεσα στις μπουτάρες της.
- «Είσαι η πιο όμορφη γυναίκα με την οποία έχω κάνει έρωτα!»
Της είπα και της έδωσα απανωτά φιλιά στα χείλη, σπρώχνοντας συγχρόνως λίγο-λίγο τον πούτσο μου μέσα της. Με αγκάλιασε και τότε πίεσα με δύναμη και της τον έχωσα όλο.
- «Ααααααχχχχχχχχχχχχχχχ!»
Ακούστηκε να τσιρίζει.
Τα χείλη μου είχαν κολλήσει στα δικά της και καθώς άρχισα να μπαινοβγαίνω σιγά-σιγά μέσα της άρχισε να βογκάει από ηδονή.
- «Τι στην κάνω την μουνάρα σου κοπελάρα μου;» της έλεγα συνέχεια
- «Μου την ξεσκίζεις!» μου απαντούσε τσιρίζοντας απ' την καύλα.
Το αίμα που έτρεχε από την μουνάρα της -υπολείμματα της παρθενίας της- με ερέθιζε ακόμη περισσότερο. Της ανέβασα τα πόδια ψιλά και τα στήριξα στους ώμους μου. Οι καυλιάρικες πατούσες της αιωρούνταν και με τρέλαιναν να τις βλέπω. και εγώ με όση δύναμη μου απέμενε, την τον έβαζα όλο γαμώντας το μουνί της δυνατά για αρκετή ώρα. Το πρόσωπο της είχε πάρει μια τόσο λάγνα έκφραση καθώς τσίριζε από την ηδονή που δεν άντεξα, έβγαλα τον πούτσο μου από μέσα της και αφού της άνοιξα διάπλατα τα πόδια, άνοιξα με τους αντίχειρες μου όσο μπορούσα το μουνί της και άρχισα να της το ρουφάω.
Χτυπιόταν σαν δαιμονισμένη.
- «Δεν αντέχω.» της έλεγα, «χύσε να σε ρουφήξω!»
Έχυσε και ρούφηξα τους χυμούς της δυνατά. Ανέβηκα τότε και έβαλα τον πούτσο μου ανάμεσα στις βυζάρες της σπρώχνοντας τον ως τα χείλη της που μου φιλούσαν το πουτσοκέφαλο. Τον έπιασα τότε και τον έβαλα μέσα στο στόμα της που τον ρούφηξε δυνατά σχεδόν όλον μέσα, ενώ η γλώσσα της τον πλαγιοκοπούσε.
Δεν άντεξα άλλο, και άρχισα να χύνω μέσα στο στόμα της. Έβγαλε τα χύσια μου έξω και όμορφο πρόσωπο της γέμισε με τα παχύρρευστα άσπρα υγρά μου. Και ενώ η γλώσσα της ρουφούσε τις τελευταίες σταγόνες, τις έβγαζε πάνω στα χείλη της και τρέχανε στα μάγουλα της. ένα δυνατό κύμα ανατριχίλας σαν να με είχε χτυπήσει το ρεύμα με τάραξε! Χωρίς να σκεφτώ πολύ, και ενώ ο πούτσος μου ήταν ακόμη μούσκεμα από τα χύσια μου, της άνοιξα τα πόδια και της τον ξαναέχωσα όλο. Της έπιασα κατόπιν τα πόδια και της τα ένωσα κρατώντας τα από της πατούσες της που άρχισα να τις γλύφω και τις δυο καθώς ο πούτσος μου της έσκιζε πάλι την μουνάρα της.
- «Δεν αντέχω κοπελάρα μου.» της έλεγα, «θέλω να γαμιόμαστε όλη μέρα και όλη νύχτα!»
Της έλεγα καθώς έβλεπα τον πούτσο μου να χάνεται μέσα στο μουσκεμένο της μουνί.
- «Και εγώ θέλω» μου έλεγε μέσα σε βογκητά, «κι άλλο. βάλτον μου κι άλλο.»
Αλλά δεν άντεξα πολύ. σε λίγο ξαναέχυσα πάνω στις παχιές μπουτάρες της, πριν πέσω εξαντλημένος δίπλα της και βυθιστούμε και οι δυο σε βαθύ λήθαργο από τον οποίο συνήλθαμε ώρες μετά. η κοπελάρα μου ντύθηκε και έφυγε.
Δεν ξανακάναμε έρωτα άλλη φορά. Με χαιρετούσε βέβαια εγκάρδια μα δεν ξανασυνέβη κάτι. Το κατάλαβα. δεν της ταίριαζα εγώ που ήμουν 30 χρόνια μεγαλύτερος, μα κάποιος της σειράς της. Έμαθα πως μετά από 2-3 χρόνια αρραβωνιάστηκε και παντρεύτηκε έναν νεαρό.
Είμαι σίγουρος ότι θα έχει κάνει μια ωραία οικογένεια.