Ο Αχμέτ και εγώ γνωριστήκαμε τυχαία εκείνη τη μέρα, αλλά η χημεία μεταξύ μας ήταν κάτι πέρα από το συνηθισμένο. Είχε έναν τρόπο να σε κάνει να νιώθεις μοναδική, σαν όλος ο κόσμος να περιστρεφόταν γύρω από εσένα. Δεν ξέρω αν ήταν το βλέμμα του, γεμάτο σιγουριά και μυστήριο, ή η φωνή του, βαθιά και καθησυχαστική, αλλά δεν χρειάστηκαν πολλά για να πω "ναι" στη βόλτα που πρότεινε.

Καθώς οδηγούσε, τα φώτα της πόλης ξεθώριαζαν πίσω μας. Στο αυτοκίνητο κυριαρχούσε ησυχία, αλλά η σιωπή δεν ήταν αμήχανη. Ήταν γεμάτη ένταση, αυτή την απροσδιόριστη αίσθηση που κάνει την καρδιά σου να χτυπάει λίγο πιο γρήγορα. Μου έριχνε κλεφτές ματιές, και κάθε φορά που οι ματιές μας συναντιόντουσαν, ένα αδιόρατο χαμόγελο σχηματιζόταν στα χείλη του.

Σταματήσαμε σε έναν απόμερο δρόμο με θέα τη θάλασσα. Ο ουρανός είχε βαφτεί βαθύ μπλε, και τα κύματα έσκαγαν ήρεμα στις πέτρες, δημιουργώντας το τέλειο σκηνικό. Ο Αχμέτ έσβησε τη μηχανή και στράφηκε προς το μέρος μου.

"Ξέρεις," είπε, με μια φωνή τόσο χαμηλή που σχεδόν τη νιώθεις παρά την ακούς, "δεν φέρνω ποτέ κανέναν εδώ."

"Και γιατί εμένα;" τον ρώτησα, προσπαθώντας να κρύψω την ανυπομονησία στη φωνή μου.

"Γιατί εσύ... δεν μοιάζεις με καμία άλλη," μου απάντησε, και στα μάτια του έλαμψε μια ειλικρίνεια που δεν μπορούσα να αγνοήσω.

Πριν προλάβω να πω κάτι, πλησίασε. Το χέρι του χάιδεψε απαλά το μάγουλό μου, και η ζέστη της παλάμης του έκανε την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή. "Θέλω να κάνω κάτι," ψιθύρισε, "αλλά αν δεν θες, πες το τώρα."

Δεν μίλησα. Δεν υπήρχαν λόγια για να περιγράψουν ό,τι ένιωθα εκείνη τη στιγμή. Και εκείνος δεν περίμενε άλλη επιβεβαίωση. Τα χείλη του βρήκαν τα δικά μου, πρώτα απαλά, σαν να δοκίμαζε το έδαφος, και μετά πιο έντονα, με μια ανάγκη που καθρέφτιζε τη δική μου.

Το φιλί του είχε τη γεύση της πρόκλησης, και κάθε του κίνηση έμοιαζε να με προσκαλεί να ξεχάσω τους κανόνες και τις αναστολές μου. Τα δάχτυλά του χάιδεψαν το λαιμό μου, αφήνοντας μια ανατριχίλα πίσω τους, και το σώμα μου ανταποκρίθηκε ενστικτωδώς στη ζεστασιά του.

Η ένταση στο μικρό κλειστό χώρο του αυτοκινήτου ήταν σχεδόν ανυπόφορη. Ο Αχμέτ με κοίταξε, με τα μάτια του να καίνε από επιθυμία. "Θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα," είπε με μια φωνή που υποσχόταν πολλά περισσότερα από λέξεις.

Και καθώς τα τζάμια γίνονταν θολά από την ανάσα μας, ξέραμε και οι δύο ότι αυτή η στιγμή δεν ήταν τυχαία. Ήταν μια υπόσχεση για κάτι που μόλις ξεκινούσε.


Click here for more!