Το απόγευμα είχε μια παράξενη ένταση. Ο ήλιος είχε μόλις αρχίσει να χαμηλώνει, και η ουρά έξω από την τράπεζα ήταν μεγαλύτερη από ό,τι συνήθως. Ο εκνευρισμός μου άρχισε να υποχωρεί όταν την είδα. Εκείνη στεκόταν λίγα βήματα μπροστά μου, με τα μάτια της να σκανάρουν το κινητό της. Ήταν κομψή, με μια ανεπιτήδευτη αυτοπεποίθηση που έδειχνε ότι δεν χρειαζόταν να προσπαθήσει πολύ για να ξεχωρίσει.
Τη στιγμή που σήκωσε το βλέμμα της και οι ματιές μας συναντήθηκαν, κάτι άλλαξε. Ένα απαλό χαμόγελο, σχεδόν ανεπαίσθητο, έκανε τη στιγμή να μοιάζει σαν να είχαμε μόλις μοιραστεί ένα μυστικό.
"Μάλλον θα περιμένουμε για αρκετή ώρα," της είπα, προσπαθώντας να σπάσω τον πάγο.
Γέλασε. "Πάντα έτσι γίνεται εδώ. Αν δεν είχα κάτι επείγον, θα είχα φύγει ήδη."
Η συζήτηση εξελίχθηκε αβίαστα. Το όνομά της ήταν Μαρία, και η φωνή της είχε μια μελωδική ζεστασιά. Όταν ήρθε η σειρά της, μπήκε στην τράπεζα, και η παρουσία της χάθηκε για λίγο. Βγαίνοντας λίγο αργότερα, την είδα να με περιμένει στο αυτοκίνητό της, που ήταν παρκαρισμένο λίγο πιο κάτω.
"Θέλεις να με συνοδεύσεις κάπου; Μπορώ να σε πάω όπου χρειάζεσαι," είπε, κοιτάζοντάς με κατευθείαν στα μάτια.
Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για το πού οδηγούσε αυτό. Μπήκα στο αυτοκίνητο, και η ατμόσφαιρα φορτίστηκε αμέσως. Τα φιμέ τζάμια και η απομονωμένη τοποθεσία δημιουργούσαν την αίσθηση ενός κόσμου αποκλειστικά δικού μας.
Σταματήσαμε στην άκρη του δρόμου, έξω από την τράπεζα, σε ένα σημείο σχεδόν κρυμμένο από την κίνηση. Η Μαρία γύρισε προς το μέρος μου, και η ματιά της ήταν γεμάτη αυτοπεποίθηση και μια ανεπαίσθητη πρόκληση.
"Έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις αυτή τη στιγμή;" ρώτησε, ενώ έσκυβε ελαφρά προς το μέρος μου.
Το φιλί της ήταν ξαφνικό αλλά απόλυτα φυσικό, σαν να ήταν κάτι που έπρεπε να συμβεί. Η ζεστασιά της με παρέσυρε. Τα χέρια της άγγιζαν το πρόσωπό μου, και η ένταση μεταξύ μας κορυφώθηκε. Οι στιγμές που ακολούθησαν ήταν γεμάτες πάθος, χωρίς να βιαζόμαστε.
Η Μαρία είχε τον τρόπο να μετατρέπει ακόμα και τον πιο συνηθισμένο χώρο σε κάτι μαγικό. Τα φιμέ τζάμια μας προστάτευαν από τα βλέμματα, αλλά δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν την ένταση που είχε συσσωρευτεί μέσα μας.
Όταν τελικά σταματήσαμε, ησυχία απλώθηκε στο αυτοκίνητο. Το βλέμμα της ήταν λαμπερό και παιχνιδιάρικο, ενώ το δικό μου ήταν γεμάτο από ευγνωμοσύνη για την τυχαία συνάντηση που μας έφερε μαζί.
"Ίσως αυτό ήταν το πιο ενδιαφέρον απόγευμα που είχα ποτέ στην τράπεζα," είπα, και εκείνη γέλασε.
"Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να φέρει η μέρα," απάντησε, και το χαμόγελό της έμεινε χαραγμένο στη μνήμη μου.