Ο γείτονας
Όταν ξύπνησε ένιωθε μια ζεστή υγρασία στο μουνάκι της. Έβαλε το χέρι μέσα στο μαύρο, δαντελωτό της κιλοτάκι και χάιδεψε την απαλή γουνίτσα της. Έβαλε το δάχτυλο της βαθιά μέσα στον κόλπο της και μετά το έγλυψε.
Δεν άντεχε άλλο. Τον ήθελε σαν τρελή. Όλο της το σώμα είχε ανάψει. Ήθελε να γλύψει το πέος του (που πάντα διαγραφόταν τεράστιο μέσα από το παντελόνι του)και να του τον πάρει από πίσω. Ήθελε να την ξεσκίσει και να δοκιμάσει μαζί του όλες της τις φαντασιώσεις. Το αποφάσισε. Θα τον έπαιρνε τηλεφωνώ και θα του έλεγε να έρθει για έναν καφέ. Σε λιγότερο από μια ώρα, ο διπλανός παίδαρος έπινε καφέ μαζί της. Εκείνη, ντυμένη με μια αραχνοΰφαντη νυχτικιά, του έδειχνε με κάθε δυνατό τρόπο ότι θέλει να την ρίξει κάτω και να την πάρει από όλες τις μεριές. Και αυτός ώμος δεν έμενε αμέτοχος. Δεν έπαιρνε τα μάτια του από το πλούσιο στήθος της που οι ρόγες του είχαν ήδη σκληρύνει. Και τότε, αυτός, τέλειος αναπάντεχα της ζήτησε να του δείξει το σπίτι της. Αφού του έδειξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε τα αλλά δωμάτια έφτασαν στην κρεβατοκάμαρα. "Θες αυτό που φαντάζομαι;" την ρωτάει πονηρά. "τι φαντάζεσαι;" απαντάει αυτή. "Θες να σε ρίξω στο κρεβάτι;" λέει αίνο ήδη το χέρι του χάιδευε το υγρό μουνάκι της. "Όχι. Αυτό που θέλω είναι να με πάρεις εδώ και τώρα. Στο κρεβάτι, στην κουζίνα, στο πάτωμα. Θέλω να με κάνεις να νιώσω γυναίκα. Θέλω να με τρελάνεις, αγόρι μου. Να με ξεσκίσεις!". Δεν χρειάστηκε φυσικά να του πει τίποτα άλλο. Σε κλάσματα δευτερόλεπτου είχε μείνει μόνο με το κιλοτακι της. Του χάιδευε το πέος που, δεν είχε κάνει λάθος, ήταν όντως τεράστιο. Του κατέβασε το παντελόνι και άρχισε να γλύφει το μεγάλο όργανό του. Αυτός βογκούσε και της κρατούσε το κεφάλι.