Είχαμε πάει το Πάσχα του 2000 στο νησί της γυναίκας μου. Πήγαμε με την μοτοσικλέτα γιατί, λόγο μεγάλης κίνησης δεν βρίσκαμε εισιτήριο για το αυτοκίνητο. Λόγο του ότι πηγαίνουμε πολλά χρόνια εκεί ειχα κάνει μια κουμπαριά αφού ειχα βαφτίσει ένα κοριτσάκι, αλλά και είχα αποκτήσει πολλές γνωριμίες και γνώριζα καλά όλους τους γείτονας. Την δεύτερη μέρα του Πάσχα μαζευτήκαμε στην αυλή με τους κουμπάρους και με άλλες τέσσερις ακόμη φιλικές οικογένειες να πιούμε ένα κρασί. Εκεί ήταν και η μικρότερη αδελφή της βαφτιστήρας μου που την γνώριζα από τότε που γεννήθηκε, μια 17χρονη κοπελιά τότε, με έξω καρδιά και που με αυτήν είχαμε αναπτύξει μεταξύ μας κάποια μεγαλύτερη οικειότητα. Είχε πάει 4 η ώρα και έπρεπε να πάει ο κουμπάρος στην στάνη να ποτίσει τα ζώα που απείχε περίπου 2 χιλιόμετρα.
Με το θάρρος που είχε η κοπελια, μου ζήτησε να την πάω με την μηχανή επειδή της άρεσε, εφόσον της το επέτρεπε και ο πατέρας της. Αφού το ενέκριναν οι κουμπάροι, μετά χαράς την πήρα και φύγαμε. Στην διαδρομή όπως με κράταγε για να στηρίζετε επειδή ο αγροτικός δρόμος ήταν αρκετά ανώμαλος ανάμεσα στα χωράφια, καταλάβαινα ότι με έσφιγγε πέραν όμως του κανονικού αφού είχε ακουμπήσει και το κεφάλι της απάνω μου. Μερικές φορές κατέβαζε το χέρι της πολύ χαμηλά μέχρι σχεδόν τα γεννητικά μου όργανα. Εμενα μου άρεσε και το ευχαριστιόμουν, ώσπου όταν, σε μια μεγάλη λακκούβα, μου τον χούφτωσε κανονικά, κάνοντας τάχα μου ότι δεν το ήθελε. Δεν μίλησα περιμένοντας την επόμενη κίνηση της.
Όταν φθάσαμε στη στάνη πήρε το λάστιχο να γεμίσει τους κάδους νερό και κάθε τόσο που έσκυβε προκλητικά, κάτω από το μίνι της φαινόταν το λευκό της κυλοτακι. Μετά μπήκε μέσα στην στάνη για να βάλει τροφή και με φώναξε να πάω κι εγώ για να μη στέκομε στον ήλιο. Όπως έβαζε την τροφή έσκυβε κάθε τόσο, επιδεικτικά και πάλι αφήνοντας να φαίνεται το κωλαρακι της και τα μπουτάκια της, άρχισα να καυλώνω. Κάποια στιγμή της είπα ότι μεγάλωσε ποια και εχει γίνει κοτζάμ γυναίκα και αυτή γέλασε πονηρά. Την πλησίασα και πιάνοντας το κωλαράκι της, της είπα:
-Αμάν βρε παιδάκι μου. Με αυτό το μίνι που φοράς με έχεις ανάψει.
Γύρισε με κοίταξε χαμογελαστή και μου είπε χαδιάρικα.
-Δηλαδή έχω φόβο μιας και είμαστε μόνοι μας στην ερημιά;
-Μου βάζεις ιδέες για την ερημιά που λες, της είπα, και όπως με έχεις φτιάξει δεν θέλω και πολύ.
-Δηλαδή άμα σε προκαλέσω και άλλο, θα με βιάσεις; Μου είπε ενώ
ταυτόχρονα έπαιζε με τη φουστίτσα της και την σήκωνε ελαφριά
αποκαλύπτοντας το κυλοτακι της. Τότε εγώ την αγκάλιασα λέγοντας:
-Δεν θέλω να σε βιάσω, αλλά γιατί μου το κανείς αυτό και με προκαλείς
και με φτιάχνεις; Θέλω πολύ νομίζεις; Και της έδωσα ένα καυτό φιλί στο
στόμα. Αυτή δεν αντέδρασε αλλά απεναντίας με αγκάλισε και κρεμάστηκε
απάνω μου, λέγοντας:
-Τι το λες και δεν το κάνεις.