Με λένε Άκη και είμαι 25 χρονών. Την περασμένη εβδομάδα μου συνέβη
μια περιπέτεια που αξίζει τον κόπο να σας διηγηθώ. Είμαι ψηλός,
αδύνατος, με καστανά μαλλιά και μάτια. Δουλεύω σε μια εταιρεία
εισαγωγών στον Πειραιά και τελειώνω κάθε μέρα στις 7 το απόγευμα. Μια
μέρα έκανα υπερωρία και τελείωσα στις 10 το βράδυ. Μένω στα βόρεια
προάστια και για να γυρίσω σπίτι μου από τη δουλειά, χρησιμοποιώ τον
ηλεκτρικό. Εκείνο το βράδυ ήμουν πολύ κουρασμένος και ξαπλώθηκα σχεδόν
στο κάθισμα του βαγονιού που ήταν σχεδόν άδειο. Στον επόμενο σταθμό
μπήκε στο βαγόνι μια νέα κοπέλα με μίνι φούστα. Δεν μπορούσα να το
πιστέψω, ήρθε και κάθισε κοντά μου, ακριβώς απέναντί μου. Φορούσε ένα
μαύρο δερμάτινο μπουφάν, μια μαύρη μίνι φούστα, μαύρες διχτυωτές
κάλτσες και μαύρα μυτερά παπούτσια. Είχε κοντά μαύρα μαλλιά, καστανά
μάτια, μέτριο ανάστημα και υπέροχο χυμώδες στόμα. Εγώ φορούσα ένα
πουκάμισο, τζιν παντελόνι, αθλητικά παπούτσια και είχα μαζί μου και μια
τσάντα. Η κοπέλα είχε μισάνοιχτα τα πόδια της, όχι αρκετά για να μπορώ
να δω τι κυλοτάκι της, αλλά το άνοιγμα τους και η υπόσχεση που έκρυβε,
έφτανε για να φαντασιώσω. Ξαφνικά, άρχισα να αισθάνομαι το πέος μου να
σκληραίνει.
Γαμώτο, σκέφτηκα, κάτω από το παντελόνι θα φαινόταν η σκληράδα του κι
έτσι έβαλα αμέσως την τσάντα πάνω στα γόνατά μου, κρύβοντας τη στύση
μου. Η κοπέλα με κοίταξε για μια στιγμή σαν να καταλάβαινε πως κάτι δεν
πήγαινε καλά και μετά το βλέμμα της ξαναγύρισε στο άπειρο. Εμένα το
βλέμμα μου όμως ήταν καρφωμένο στο άνοιγμα της φούστας και στα μπούτια
της. Το πέος μου σκλήραινε όλο και περισσότερο. Αυτή η γκόμενα με
καύλωσε απίθανα. Γλίστρησα το δεξί μου χέρι μέσα στην τσέπη του
παντελονιού μου.
Η τσέπη μου ήταν τρύπια και κατέβασα διακριτικά το μπροστινό μέρος του
σλιπ μου στριμώχνοντας και σφίγγοντάς το κάτω από τα αρχίδια μου.
Μπορούσα τώρα να χαϊδέψω το πέος μου. Ήδη, μόνο και μόνο το γεγονός ότι
χάιδευα τον πούτσο μου μπροστά σε μια άγνωστη γυναίκα, με ερέθιζε
τρομερά. Άρχιζα σιγά σιγά να μαλακίζομαι. Η ματιά μου πήγαινε από τα
μπούτια της κοπέλας στο στήθος της και από το υπέροχο στόμα της ξανά
πίσω στη χαραμάδα της φουστίτσας της. Φανταζόμουνα τα χείλια της γεμάτα
από το σπέρμα μου, φανταζόμουνα τα χέρια μου να μαλάζουν και να
τσιμπάνε τα βυζάκια της, φανταζόμουνα τον εαυτό μου να χαϊδεύει τα
μπούτια και τους γοφούς της, να της τρίβω την κλειτορίδα και να της
χώνω το δάκτυλό μου στο μουνάκι της. Ο πούτσος μου είχε γίνει
τεράστιος, την ήθελα πολύ. Πότε τον άφηνα να στέκεται ντούρος και
όρθιος μέχρι τον αφαλό μου χαϊδεύοντάς τον απαλά σε όλο του τον κορμό
μέχρι επάνω και πότε έσφιγγα δυνατά τη βάση του και τα αρχίδια μου και
πότε τράβαγα μαλακία. Γινόμουνα όλο και λιγότερο διακριτικός και το
χέρι μου ανεβοκατέβαινε όλο και γρηγορότερα. Είχα γίνει κατακόκκινος.