Γειά σας παιδιά. Πολύ ωραίες οι ιστορίες σας. Με φτιάχνετε για τα καλά όταν τις διαβάζω. Σκέφτηκα να σας περιγράψω κι εγώ μια από τις πρώτες μου εμπειρίες, όταν ήμουν ακόμα μαθητής στο λύκειο.
Θα σας πω την περιπέτειά μου με την Μαίρη. Ήταν παντρεμένη, 30 χρονών τότε και έμενε στο διαμέρισμα κάτω απ’ το δικό μας. Ήταν μια φοβερά εντυπωσιακή γυναίκα. Κοκκινομάλλα, με υπέροχο, λυγερό κορμί που φρόντιζε πάντα να το αναδεικνύει. Κάθε φορά που έβγαινε στο μπαλκόνι, φορούσε σορτσάκια, ρόμπες με σκίσιμο ως ψηλά στο πλάι, διάφανα νυχτικά με μεγάλο ντεκολτέ ή εφαρμοστά φορέματα, ξέροντας ότι πολλές φορές, την παρακολουθούσα από πάνω. Θυμάμαι, που χάζευα πολλές φορές και με τα κιλοτάκια που άπλωνε για στέγνωμα, κάτι μικροσκοπικά, διάφανα, δαντελένια κορδονάκια, συνήθως κόκκινα ή μαύρα. Ο άντρας της, δούλευε στην επαρχία και έλλειπε συχνά απ’ το σπίτι τους. Έτσι κι αυτή, είχε αρχίσει να συχνάζει στο σπίτι μας και να τα λέει με την μητέρα μου. Πέρα όμως από τα τυπικά, ποτέ δεν μου είχε δώσει θάρρος για κάτι παραπάνω. Όλα άλλαξαν όμως μια μέρα.
Θυμάμαι πως ήταν ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι. Ήμουν μόνος στο σπίτι και ήμουν αρκετά ξαναμμένος εξ αιτίας της. Την είχα πετύχει το πρωί ν΄απλώνει ρούχα, φορώντας πάλι ένα διάφανο νυχτικό και είχα ανάψει για τα καλά. Πήγα στην κουζίνα, απ’ όπου μπορούσα να βλέπω την μπαλκονόπορτά της, χρησιμοποιώντας σαν καθρέφτη την μπαλκονόπορτα της απέναντι πολυκατοικίας. Κατέβασα το παντελόνι μου και άρχισα να τραβάω μαλακία για χατήρι της. Ξαφνικά, η Μαίρη, βγήκε στο μπαλκόνι, για να μαζέψει τα ρούχα. Θυμάμαι, φορούσε μια μπλε ριχτή πουκαμίσα, μ’ ένα σκίσιμο ως επάνω, που μ’ άφηνε κάποιες στιγμές να απολαμβάνω ένα πολύ ωραίο θέαμα. Επιτάχυνα τον ρυθμό μου, θαυμάζοντας το κορμί της και μετά από λίγο, έχυσα, ενώ αυτή μάζευε ακόμη τα ρούχα Μπήκα στο μπάνιο για να πλυθώ, όταν ξαφνικά, χτύπησε το τηλέφωνο. Όταν το σήκωσα, άκουσα έκπληκτος την φωνή της. «Είσαι μόνος;» με ρώτησε. Της απάντησα καταφατικά και τότε την άκουσα να μου λέει «Καλέ, τι κάνεις στην κουζίνα; Δε ντρέπεσαι;..Αν σε δει κανένας;». Δεν ξέρω που βρήκα το θάρρος και της απάντησα πως εξ’ αιτίας της χαϊδευόμουν. Γέλασε κολακευμένη και μου είπε πως θα πρέπει να προσέχω, για να μην με πάρουν χαμπάρι οι γονείς μου. Μετά έκλεισε το τηλέφωνο, αφήνοντας με ξαναμμένο να χαϊδεύομαι πάνω απ’ το ακουστικό. Πέρασαν μερικές μέρες και μόλις κατάλαβα ότι δεν είχε πει τίποτε σε κανέναν, άρχισα συστηματικά να χαϊδεύομαι μπρος στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα.
Μερικές φορές, όταν έβγαινε στο μπαλκόνι της, έδειχνε να μην προσέχει τίποτε, αλλά μερικές φορές, μου κουνούσε το χέρι, δήθεν πως θα με δείρει. Τότε ήταν που άναβα περισσότερο και συνέχιζα με πιο έντονους ρυθμούς το χάδι μου. Τελικά, κατέληξε να γίνει το μυστικό μας παιχνίδι, στο οποίο φρόντιζε και αυτή να συμμετέχει, φορώντας ότι πιο τολμηρό μπορούσε, κάθε φορά που έβγαινε στο μπαλκόνι. Αυτό το παιχνίδι, συνεχίστηκε για κάποιο διάστημα, μέχρι την ημέρα που προχώρησα στο επόμενο βήμα. Είχε έρθει σπίτι μας και καθόταν στην κουζίνα με την μητέρα μου, πίνοντας καφέ. Ακριβώς απέναντι, ήταν η πόρτα της τουαλέτας. Η μητέρα μου, είχε γυρισμένη την πλάτη, ενώ η Μαίρη, καθόταν ακριβώς στην σωστή θέση γι’ αυτό που είχα σκεφτεί να κάνω. Μπήκα στο μπάνιο, αφήνοντας πίσω μου, μισάνοιχτη την πόρτα. Κατέβασα το φερμουάρ του παντελονιού μου και έβγαλα έξω τον ήδη ερεθισμένο πούτσο μου. Άρχισα να τον χαϊδεύω, ενώ σιγά σιγά, προχώρησα και στάθηκα σ’ ένα σημείο, απ’ όπου μπορούσα να την βλέπω και να με βλέπει. Δεν χρειάστηκε και πολλή ώρα μέχρι να με αντιληφθεί και πρόσεξα ότι χαμογέλασε μόλις με είδε. Τραβούσα μαλακία σαν τρελός, φροντίζοντας πάντα να έχει άπλετη θέα του πούτσου μου.
Κάποια στιγμή που η μητέρα μου πήγε να σηκωθεί, η Μαίρη, βρήκε κάποια δικαιολογία για να την κρατήσει στην θέση της. Μόνο όταν έχυσα και συμμάζεψα τα ρούχα μου, σηκώθηκε από την καρέκλα της για να φύγει. Βγαίνοντας, καθώς διασταυρωθήκαμε στον διάδρομο, μου χαμογέλασε, κλείνοντας μου ταυτόχρονα το μάτι. Μετά από μια δύο μέρες, με πήρε τηλέφωνο. Ήθελε να κατέβει στην αγορά και μου πρότεινε να κατεβούμε παρέα. Δέχτηκα χαρούμενος και αμέσως μόλις κλείσαμε, τηλεφώνησα σ’ έναν φίλο μου και κανόνισα να μου αφήσει τα κλειδιά απ’ τη γκαρσονιέρα του κάτω απ΄το χαλάκι της εισόδου. Πίστευα ότι θα την κατάφερνα να πάμε για λίγο εκεί, έστω και για έναν καφέ.