Το απόγευμα είχε μια παράξενη ένταση. Ο ήλιος είχε μόλις αρχίσει να χαμηλώνει, και η ουρά έξω από την τράπεζα ήταν μεγαλύτερη από ό,τι συνήθως. Ο εκνευρισμός μου άρχισε να υποχωρεί όταν την είδα. Εκείνη στεκόταν λίγα βήματα μπροστά μου, με τα μάτια της να σκανάρουν το κινητό της. Ήταν κομψή, με μια ανεπιτήδευτη αυτοπεποίθηση που έδειχνε ότι δεν χρειαζόταν να προσπαθήσει πολύ για να ξεχωρίσει.
Τη στιγμή που σήκωσε το βλέμμα της και οι ματιές μας συναντήθηκαν, κάτι άλλαξε. Ένα απαλό χαμόγελο, σχεδόν ανεπαίσθητο, έκανε τη στιγμή να μοιάζει σαν να είχαμε μόλις μοιραστεί ένα μυστικό.
"Μάλλον θα περιμένουμε για αρκετή ώρα," της είπα, προσπαθώντας να σπάσω τον πάγο.
Γέλασε. "Πάντα έτσι γίνεται εδώ. Αν δεν είχα κάτι επείγον, θα είχα φύγει ήδη."
Η συζήτηση εξελίχθηκε αβίαστα. Το όνομά της ήταν Μαρία, και η φωνή της είχε μια μελωδική ζεστασιά. Όταν ήρθε η σειρά της, μπήκε στην τράπεζα, και η παρουσία της χάθηκε για λίγο. Βγαίνοντας λίγο αργότερα, την είδα να με περιμένει στο αυτοκίνητό της, που ήταν παρκαρισμένο λίγο πιο κάτω.