Όταν ο Δημήτρης με κάλεσε στο κάστρο του για το Σαββατοκύριακο, δεν ήξερα τι να περιμένω. Ο ίδιος ήταν ένας παλιός φίλος από το πανεπιστήμιο, και το κάστρο ήταν μια από τις κληρονομιές της οικογένειάς του. Βρίσκονταν απομονωμένο σε μια καταπράσινη κοιλάδα, μακριά από τον θόρυβο και τη φασαρία της πόλης. Ήταν το είδος του μέρους που ήθελα να επισκεφτώ για λίγη ηρεμία.
Φτάνοντας εκεί το απόγευμα του Σαββάτου, εντυπωσιάστηκα από την ομορφιά του τόπου. Το κάστρο είχε έναν αέρα μυστηρίου, σαν να ήταν από άλλη εποχή. Τα ψηλά τοίχοι του και τα πέτρινα παράθυρα, τα κλαδιά των δέντρων που κρέμονταν βαριά, το μονοπάτι που έφερε στην είσοδο… όλα δημιούργησαν μια ατμόσφαιρα μαγευτική και κάπως σαγηνευτική.
Ο Δημήτρης με καλωσόρισε με ένα πλατύ χαμόγελο και με οδήγησε μέσα στο κάστρο. "Θα είσαι άνετα εδώ," μου είπε. "Θα σε φροντίσουμε όπως πρέπει." Η φωνή του είχε κάτι ζεστό και φιλικό, αλλά υπήρχε και μια σκοτεινή λάμψη στα μάτια του που δεν μπορούσα να προσδιορίσω.